Εισαγωγή: Η σεξουαλική δυσλειτουργία σε ασθενείς με διάγνωση σχιζοφρένειας ή διπολικής διαταραχής μπορεί να σχετίζεται με την ίδια τη νόσο, τους ψυχοκοινωνικούς παράγοντες, τη σωματική υγεία και την αντιψυχωτική αγωγή. Σκοπός: Η διερεύνηση του τύπου και της συχνότητας της σεξουαλικής δυσλειτουργίας ασθενών με διάγνωση σχιζοφρένειας ή διπολικής διαταραχής που υποβάλλονται σε αντιψυχωτική αγωγή. Μέθοδος: Πρόκειται για πολυκεντρική ,μη παρεμβατική μελέτη συσχέτισης, στην οποία συμμετείχαν ασθενείς με σχιζοφρένεια και διπολική διαταραχή που παρακολουθούνταν στην Πανεπιστημιακή Ψυχιατρική Κλινική και στα Κοινοτικά Κέντρα Ψυχικής Υγείας και Υγιεινής από το Δεκέμβριο 2018 έως το Δεκέμβριο 2019. Οι ασθενείς συμμετείχαν στη μελέτη μετά από ενυπόγραφη πληροφορημένη συναίνεση. Τα δημογραφικά και κλινικά δεδομένα συλλέχθηκαν από τους ασθενείς μέσω ημιδομημένης συνέντευξης. Για την εκτίμηση της σεξουαλικής λειτουργίας χρησιμοποιήθηκε το ερωτηματολόγιο «Antipsychotics and Sexual Functioning Questionnaire (ASFQ)», μετά τη λήψη της σχετικής άδειας. Η ανάλυση των δεδομένων πραγματοποιήθηκε με το IBM SPSS 21.0 (Statistical Package for Social Sciences) και το επίπεδο στατιστικής σημαντικότητας ορίστηκε το p≤0,05. Αποτελέσματα: Στη μελέτη συμμετείχαν 87 ασθενείς που λάμβαναν αντιψυχωτικά. Η μέση ηλικία των ασθενών που συμμετείχαν στη μελέτη ήταν 43,6 έτη, ενώ η μέση διάρκεια της νόσου ήταν 16,9 έτη. Συνολικά παρατηρήθηκε σε όλους τους ασθενείς επιδείνωση της σεξουαλικής λειτουργίας. Συγκεκριμένα, το 52,6 % των ασθενών είχαν μειωμένη σεξουαλική επιθυμία και το 46,6% είχαν μειωμένο οργασμό. Το 10,5% είχαν γαλακτόρροια και το 17,1% είχαν αύξηση του μεγέθους των μαστικών αδένων Στους άνδρες, το 37,2% είχαν μειωμένη στύση, ενώ το 56,2% είχαν μειωμένη εκσπερμάτιση. Στις γυναίκες, το 48,3% είχαν μειωμένη κολπική λίπανση και το 40% δεν είχαν έμμηνο ρύση κατά τη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων έως έξι εβδομάδων. Οι ασθενείς που λάμβαναν τυπικά αντιψυχωτικά pos είχαν μεγαλύτερη δυσκολία επίτευξης οργασμού (p=0,05) και μειωμένη ικανότητα στύσης (p=0,016). Αντιθέτως, οι ασθενείς που λάμβαναν άτυπα αντιψυχωτικά pos είχαν μειωμένη ικανότητα εκσπερμάτισης (p=0,017). Οι ασθενείς που λάμβαναν πολυφαρμακεία ανέφεραν υψηλότερη βαθμολογία σεξουαλικής ανηδονίας (p = 0,019). Βρέθηκε μια θετική συσχέτιση μεταξύ του αριθμού των ανεπιθύμητων ενεργειών των αντιψυχωτικών και της σεξουαλικής ανηδονίας (p <0,001), και συγκεκριμένα της μειωμένης εκσπερμάτωσης (p = 0,006). Τέλος, συσχετίστηκαν σημαντικά η ηλικία, η επαγγελματική αποκατάσταση και το μορφωτικό επίπεδο με τη σεξουαλική δυσλειτουργία. Συμπεράσματα: Η σεξουαλική δυσλειτουργία είναι μία από τις ανεπιθύμητες ενέργειες της αντιψυχωτικής αγωγής, η οποία θα μπορούσε να έχει σημαντικό αντίκτυπο στη συμμόρφωση των ασθενών στα συνταγογραφούμενα αντιψυχωτικά φάρμακα με σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία τους αλλά και στην ποιότητα ζωής τους.
IVτου ριζοποτίσματός τους με το μυκητοκτόνο carbendazim. Η εφαρμογή του Τ. koningii μόνο του ή σε συνδυασμό με μειωμένη δόση του παραπάνω μυκητοκτόνου, μείωσαν, αλλά σε μικρότερο βαθμό, την προσβολή των σποροφύτων από το παθογόνο, χωρίς να παρεμποδιστεί η ανάπτυξη του Τ. koningii από την παρουσία του carbendazim. Επίσης, σημαντική προστασία των σποροφύτων in planta επιτεύχθηκε και με την ενσωμάτωση πίτουρων, αποικισμένων από το Τ. koningii σε ποσοστό 4% μίγματος από τύρφη και περλίτη, αμέσως μετά την έναρξη της συνύπαρξής του με το παθογόνο. Το ίδιο αποτέλεσμα επιτεύχθηκε και όταν εφαρμογή του Τ. koningii προηγήθηκε κατά πέντε μέρες της εφαρμογής του παθογόνου, αλλά στην περίπτωση αυτή πιθανόν απαιτείται η προσθήκη νέας ποσότητας πίτουρων, προκειμένου να είναι σταθερή η παρασιτική δράση του Τ. koningii για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Σε όλες τις περιπτώσεις, η ανάπτυξη του Τ. koningii περιορίστηκε μόνο στην επιφάνεια των σποροφύτων.Σε συνθήκες αγρού μελετήθηκε η επίδραση της ποσότητας του μολύσματος του Τ. koningii (250 και 500 ml/0,25 μ2), του χρόνου εφαρμογής του (πριν ή συγχρόνως με το παθογόνο) και του χρόνου συνύπαρξής του με το παθογόνο (0, 15 και 30 μέρες), κατά τις χρονικές περιόδους: Μάιος-Ιούλιος του 1998, Αύγουστος-Οκτώβριος του 1998 και Ιούνιος-Ιούλιος του 1999. Η εφαρμογή του Τ. koningii με υπόστρωμα πίτουρα μείωσε σημαντικά την προσβολή των σποροφύτων καρότου από τον μύκητα S. sclerotiorum, και στις τρεις χρονικές επαναλήψεις. Πιθανόν το Τ. koningii χρησιμοποιεί τα θρεπτικά στοιχεία που ελευθερώνονται από το συγκεκριμένο οργανικό υπόστρωμα, για την αύξηση και τον πολλαπλασιασμό του στο έδαφος. Η αύξηση μάλιστα της αποτελεσματικότητάς του ήταν ανάλογη με την αύξηση της ποσότητάς του, αλλά και του χρόνου συνύπαρξής του με τον S. sclerotiorum, ανεξάρτητα του χρόνου εφαρμογής του (πριν ή συγχρόνως με το παθογόνο). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, η εφαρμογή του στη μέγιστη ποσότητα του μολύσματος του (500 ml/0,25 μ2), σε συνδυασμό με τη συνύπαρξή του για 30 μέρες με το παθογόνο, να μειώσουν στο μεγαλύτερο βαθμό την προσβολή των σποροφύτων από τον S. sclerotiorum, κατά τη διάρκεια της θερινής περιόδου, όταν η μέση ημερήσια θερμοκρασία του αέρα κυμαίνεται από 15°C μέχρι 21°C, αλλά και όταν διατηρείται σε υψηλότερα επίπεδα (25°-27°C).Όσον αφορά την επίδραση του Τ. koningii σε μολύνσεις ριζών καρότου από τον S. sclerotiorum, μελετήθηκε σε πειράματα in vitro η επίδραση του χρόνου εφαρμογής του Τ. koningii (συγχρόνως με το παθογόνο, 24 ώρες πριν ή μετά την εφαρμογή του V παθογόνου, όταν έχει προηγηθεί συνύπαρξη Τ. koningii-S. sclerotiorum για 3, 4 και 5 μέρες) πριν την εφαρμογή τους επί των ριζών καρότου, ολόκληρων ή τεμαχίων τους.Διαπιστώθηκε ότι η εφαρμογή του Τ. koningii σε ρίζες καρότου 24 ώρες πριν από την εφαρμογή του παθογόνου, αλλά και στην περίπτωση που προηγήθηκε της εφαρμογής, η μεταξύ τους συνύπαρξη για 4 και 5 μέρες, παρεμποδίστηκε ο σχηματισμός σκληρωτίων του παθογόνου και μειώθηκε σε σημαντικό βαθμό η ταχύτητα ανάπτυξής του στο εσωτερικό των ριζών. Πιθανόν, οι συνθήκες που επικρατούν στο εσωτερικό των...
Η αμιωδαρόνη είναι ένα από τα πλέον διεθνώς καταξιωμένα φάρμακα για την αντιμετώπιση των επικίνδυνων για τη ζωή κοιλιακών αρρυθμιών μετά από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Η από το στόμα οδός χορήγησης της αμιωδαρόνης έχει μεγάλο χρόνο δράσης και για το λόγο αυτό απαιτούνται μεγάλες δόσεις εφόδου του φαρμάκου κατά την έναρξη της αγωγής. Στην κλινική πράξη, τη χρήση της αμιωδαρόνης περιορίζει σε μεγάλο βαθμό οι παρενέργειες που προκαλεί το φάρμακο σε διάφορα όργανα. Ιδιαίτερα, η θυρεοτοξική δράση της αμιωδαρόνης, που έχει συνδυαστεί με τις μεγάλες ποσότητες ιωδίου που εμπεριέχει στο μόριό της, αποτελεί συχνά αιτία διακοπής της χορήγησής της. Η δρονεδαρόνη, το αποϊοδιωμένο παράγωγο της αμιωδαρόνης, κατασκευάστηκε με σκοπό να ξεπεραστούν όλα αυτά τα προβλήματα. Εντούτοις, η τοξικότητα της αμιωδαρόνης είναι ακόμη υπό μελέτη, ενώ υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι καταστρέφει τα κύτταρα ανεξάρτητα από την ύπαρξη του ιωδίου στο μόριό της. Από την άλλη, η αποτελεσματικότητα της δρονεδαρόνης στις αρρυθμίες μετά το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου δεν έχει προσδιοριστεί με ακρίβεια. Προηγούμενες πειραματικές μελέτες έδειξαν ότι, η δρονεδαρόνη και η αμιωδαρόνη έχουν παρόμοιες αντιαρρυθμικές ιδιότητες. Η συγκεκριμένη μελέτη έχει δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος, ελέγχθηκε η δραστικότητα της χρόνιας θεραπείας με αμιωδαρόνη και δρονεδαρόνη στις κακοήθεις κοιλιακές αρρυθμίες μετά το έμφραγμα του μυοκαρδίου και στη θυρεοειδική λειτουργία. Ενώ στο δεύτερο μέρος, χορηγήθηκε μία μεγάλη δόση αμιωδαρόνης από το στόμα λίγα λεπτά μετά την πρόκληση της ισχαιμίας, με σκοπό να εξετάσουμε την αποτελεσματικότητά της στις κακοήθεις κοιλιακές αρρυθμίες. Για τις ανάγκες του πρώτου μέρους της μελέτης, σε πενήντα-πέντε αρουραίους του τύπου Wistar χορηγήθηκε μετά από τυχαιοποίηση και για δύο εβδομάδες διαλύτης (v=18), αμιωδαρόνη (30 mg/kg, v=20) ή δρονεδαρόνη (30 mg/kg, v=17). Το πρωτόκολλο του δεύτερου σκέλους της μελέτης ήταν διαφορετικό. Σαράντα έξι αρουραίοι τέθηκαν με τυχαίο τρόπο σε χρόνια ή σε οξεία αγωγή από το στόμα με αμιωδαρόνη: στην μεν πρώτη ομάδα χορηγήθηκε αμιωδαρόνη στα 30mg/kgl καθημερινά ή ο διαλύτης για 2 εβδομάδες) και στη δεύτερη μία μόνο δόση αμιωδαρόνης στα 100mg/kg λίγα λεπτά μετά την πρόκληση της ισχαιμίας ή αντίστοιχα ο διαλύτης. Η πρόκληση της ισχαιμίας στους αρουραίους πραγματοποιήθηκε με τη σύγκλιση της αριστερής στεφανιαίας αρτηρίας με ράμμα. Ο καρδιακός ρυθμός εκτιμήθηκε ηλεκτροκαρδιογραφικά με βάσει τα επεισόδια κοιλιακής ταχυκαρδίας και κοιλιακής μαρμαρυγής, για τις επόμενες 24 ώρες χάρης στην τεχνική της τηλεμετρίας. Η θνητότητα και τα επίπεδα των κατεχολαμινών στο πλάσμα μετρήθηκαν στο τέλος και στα δύο μέρη της μελέτης. Στο πρώτο σκέλος της μελέτης, μετρήθηκαν επιπλέον τα μονοφασικά δυναμικά ενέργειας από την αριστερή κοιλία του ζώου πριν και 24 ώρες μετά την πρόκληση του εμφράγματος, όπως και τα επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών στο τέλος του πειράματος. Τα επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών ήταν παρόμοια και στις 3 ομάδες στο πρώτο μέρος της μελέτης. Σε σχέση με την ομάδα ελέγχου, η χρόνια χορήγηση αμιωδαρόνης και δρονεδαρόνης μείωσε εξίσου (περίπου 75%) τον αριθμό των επεισοδίων κοιλιακής ταχυκαρδίας/μαρμαρυγής. Από κοινού τα δύο φάρμακα απέτρεψαν την αύξηση της διάρκειας του δυναμικού ενέργειας και της διακύμανσής της μετά την πρόκληση της ισχαιμίας. Εικοσιτέσσερις ώρες μετά το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, τα επίπεδα νοραδρεναλίνης ήταν χαμηλότερα μόνο στην ομάδα που χορηγήθηκε χρονίως αμιωδαρόνη. Η συνολική θνησιμότητα δεν διέφερε ανάμεσα στις ομάδες (38,8% στην ομάδα ελέγχου, 30,0% στη ομάδα της αμιωδαρόνης και 58,8% στην ομάδα της δρονεδαρόνης), λόγω της αυξημένης θνητότητας λόγω βραδυαρρυθμίας και στις δύο ομάδες που έλαβαν αγωγή με αμιωδαρόνη και δρονεδαρόνη, η οποία ήταν στατιστικά σημαντική για την ομάδα της δρονεδαρόνης μόνο. Όσον αφορά το δεύτερο μέρος της μελέτης, δεν διαπιστώθηκαν διαφορές στο μέγεθος του εμφράγματος μεταξύ των ομάδων. Σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου (22,7±10.9), υπήρξε μια παρόμοια μείωση του αριθμού των επεισοδίων ταχυαρρυθμίας είτε μετά από χρόνια (2,6±1.6, p=0.0011), είτε μετά από οξεία χορήγηση (3,6±1.7, p=0.031) αμιωδαρόνης. Τα επίπεδα της νοραδρεναλίνης ήταν χαμηλότερα μόνο μετά από τη χρόνια θεραπεία με αμιωδαρόνη. Η συνολική θνησιμότητα δεν διέφερε μεταξύ των ομάδων, λόγω των αυξημένων θανάτων από βραδυαρρυθμία στην ομάδα που έλαβε χρόνια αγωγή με αμιωδαρόνη. Η χρόνια χορήγηση αμιωδαρόνης και δρονεδαρόνης έχουν παρόμοιο αντιαρρυθμικό αποτέλεσμα στις κακοήθεις κοιλιακές αρρυθμίες μετά το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Ένας κύριος μηχανισμός δράσης των φαρμάκων είναι η καταστολή των διαταραχών της επαναπόλωσης που συνοδεύουν την οξεία ισχαιμία του μυοκαρδίου. Παρόλα αυτά, διαπιστώθηκε ότι η δρονεδαρόνη αυξάνει σημαντικά του θανάτους από βραδυαρρυθμικά αίτια, κάτι που ενδεχομένως να οφείλεται στην αρνητική ινότροπο δράση που έχει. Η αμιωδαρόνη από την άλλη πλευρά, δεν είχε αρνητική επίπτωση μεν, αλλά δεν κατόρθωσε να βελτιώσει την επιβίωση μετά το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου δε. Αντίθετα, η οξεία από το στόμα χορήγηση του φαρμάκου σε μεγάλες δόσεις σε επίμυες, επέδειξε άμεση αντιαρρυθμική δράση και μια τάση για μικρότερη θνητότητα.
Στην παρούσα διατριβή μελετήθηκε η τροποσφαιρική αποικοδόμηση επιλεγμένης σειράς φουρανικών ενώσεων, μέσω της κινητικής και μηχανιστικής διερεύνησης των αντιδράσεών τους με δύο από τα σημαντικότερα οξειδωτικά της Τροπόσφαιρας, τις ρίζες υδροξυλίου (ΟΗ) και τα άτομα χλωρίου (Cl). Τα φουράνια είναι ετεροκυκλικές, ακόρεστες, οξυγονούχες, οργανικές ενώσεις, συνήθως χαμηλής πτητικότητας, οι οποίες παράγονται στην Ατμόσφαιρα, μέσω καύσης της βιομάζας και η ατμοσφαιρική τους φωτοχημεία, είναι, κατά το παρόν, ανεπαρκώς μελετημένη. Δεδομένης της παρουσίας διπλών δεσμών στο μόριό τους και της χαμηλής τους πτητικότητας, η τροποσφαιρική αποικοδόμηση των φουρανίων αναμένεται να οδηγήσει στην παραγωγή ρυπαντών στην τροπόσφαιρα, όπως το όζον (Ο3) και δευτερογενή οργανικά αερολύματα, (Secondary Organic Aerosols, SOA), με σημαντικές επιπτώσεις στο Κλίμα και την παγκόσμια υγεία. Πιο συγκεκριμένα, στην παρούσα διατριβή μετρήθηκαν οι κινητικές παράμετροι, kX(T, P) των αντιδράσεων ριζών ΟΗ και ατόμων Cl, με το φουράνιο (C4H4O, k1), το 2-( k2) και 3-μεθυλ-φουράνιο (2 και 3-C5H6O, k3), τη 2-φουραλδεΰδη (φουρφουράλη, 2-C5H4O2, k4) και τη 2,5-φουρανοδιόνη (μαλεϊκός ανυδρίτης, C4H2O3, k5), συναρτήσει της θερμοκρασίας Τ = 263 – 363 K, και της πίεσης, P = 0.002 – 760 Torr, στην αέρια φάση. Για τη διεξαγωγή της μελέτης χρησιμοποιήθηκαν τρεις ανεξάρτητες και συμπληρωματικές πειραματικές τεχνικές, των οποίων η συνδυαστική χρήση, είχε ως στόχους τον έλεγχο της αξιοπιστίας των παραγόμενων κινητικών δεδομένων και την διεξοδική μηχανιστική διερεύνηση των προς μελέτη αντιδράσεων με χρήση διαφορετικών τεχνικών ανίχνευσης (FTIR, SIFT-MS, QMS), καθώς επίσης, μέσω συστηματικής μεταβολής θερμοκρασίας και πίεσης – πρώτη κινητική και μηχανιστική μελέτη μέχρι το όριο μηδενικής πίεσης – προκειμένου να διακριθούν τα διακριτά μονοπάτια που συνεισφέρουν στο μηχανισμό των διεργασιών. Όσον αφορά στις πειραματικές διατάξεις, για την πλειονότητα των πειραμάτων χρησιμοποιήθηκε η στατική τεχνική του Θερμοστατούμενου Φωτοχημικού Αντιδραστήρα, συζευγμένη με Φασματοσκοπία Υπερύθρου (TPCR/FTIR, UoC), η οποία παρέχει τη δυνατότητα μεταβολής, τόσο της πίεσης, όσο και θερμοκρασίας σε όλο το εύρος συνθηκών της ατμόσφαιρας. Επιπλέον, αντίστοιχα πειράματα διεξήχθησαν σε έναν θερμοστατούμενο θάλαμο προσομοίωσης της ατμόσφαιρας, που παρέχει τη δυνατότητα ευέλικτης σύζευξής του με σειρά τεχνικών ανίχνευσης, όπως FTIR και SIFT-MS, (THALAMOS, Douai), αλλά ενέχει τον περιορισμό της διεξαγωγής πειραμάτων αποκλειστικά σε συνθήκες ατμοσφαιρικής πίεσης. Τέλος, ειδικά σχεδιασμένα κινητικά πειράματα διεξήχθησαν στο όριο μηδενικής πίεσης (~2 mTorr), συναρτήσει της θερμοκρασίας, με την τεχνική συνεχούς ροής, του Αντιδραστήρα Πολύ Χαμηλής Πίεσης, σε συνδυασμό με τετραπολική φασματομετρία μαζών, ως αναλυτική τεχνική (VLPR/QMS, UoC). Τα κινητικά δεδομένα που προέκυψαν από την παρούσα εργασία χρησιμοποιήθηκαν για τον προσδιορισμό του ατμοσφαιρικού χρόνου ζωής, λαμβάνοντας υπόψη αποκλειστικά τη χημεία των ριζών OH και εν συνεχεία συμπεριλαμβάνοντας τη χημεία των ατόμων χλωρίου, ώστε να αποτιμηθεί η συνεισφορά της κάθε δραστικής οντότητας, πέρα από τον χρόνο ζωής τους και στην κατανομή των τελικών προϊόντων ατμοσφαιρικής οξείδωσής τους. Για το σύνολο των φουρανίων οι χρόνοι ζωής ήταν σχετικά μικροί και προσδιορίστηκαν σε εύρος 0.13 – 28 d, βάσει της χημείας των ριζών OH ([OH]avg = 1 ×106 molecule cm-3), ενώ η χημεία ατόμων Cl οδηγεί σε μείωση του χρόνου ζωής από 4 έως 88 %, ανάλογα με τα τοπικά χαρακτηριστικά των σημείων εκπομπής. Οι χρόνοι ζωής που προσδιορίστηκαν, σε συνδυασμό με τα φάσματα υπέρυθρου των φουρανίων, που μετρήθηκαν στην παρούσα διατριβή, χρησιμοποιήθηκαν για τον προσδιορισμό κρίσιμων ατμοσφαιρικών δεικτών, όπως η ικανότητας ακτινοβόλησης (RE) και ο δείκτης παγκόσμιας θέρμανσης (GWP). Τέλος, προσδιορίστηκαν ποιοτικά και ποσοτικά τα τελικά προϊόντα ατμοσφαιρικής οξείδωσης της εκάστοτε φουρανικής ένωσης.Τα αποτελέσματα της κινητικής και της μηχανιστικής μελέτης ενδεικνύουν ότι οι αντιδράσεις των δύο οξειδωτικών με τις φουρανικές ενώσεις συντελούνται, κυρίως, μέσω ενός περίπλοκου, σύνθετου μηχανισμού αντίδρασης, που περιλαμβάνει το σχηματισμό, σχετικά ασταθών, ενδιαμέσων προϊόντων προσθήκης, που ανάλογα με τις συνθήκες θερμοκρασίας και πίεσης μπορεί να σταθεροποιηθεί και εν συνεχεία να οξειδωθεί. Επιπλέον, σε πολλές περιπτώσεις, όπως διαπιστώθηκε από τα πειράματα στο όριο μηδενικής πίεσης, συμβαίνουν παράλληλες διεργασίες μετασχηματισμού του ενδιαμέσου, που οδηγούν σε διαφορετικά προϊόντα, ενώ το παράλληλο μονοπάτι της απευθείας απαγωγής υδρογόνου, αν και φαίνεται να έχει μικρή συνεισφορά στη συνολική διεργασία δεν μπορεί να αγνοηθεί. Τέλος, κατά την παρούσα εργασία διαπιστώθηκε, επίσης, η άμεση συσχέτιση της υποκατάστασης του φουρανικού δακτυλίου, με τη δραστικότητα των ενώσεων, που αναμένεται επίσης να επιδρά στην κατανομή των πρωτογενών και δευτερογενών προϊόντων οξείδωσης. Πρέπει να επισημανθεί ότι παρά το γεγονός ότι τα φουράνια αναμένεται να απομακρύνονται ταχέως από την ατμόσφαιρα, η φύση τους (ακόρεστες ενώσεις – χαμηλή πτητικότητα) αναμένεται να οδηγεί σε προϊόντα αποικοδόμησης που αφενός θα επιδρούν στη χημεία αέριας φάσης – δευτερογενής παραγωγή τροποσφαιρικού όζοντος τους, χλωριωμένα προϊόντα – και αφετέρου στην ετερογενή χημεία, μέσω επιβάρυνσης του σωματιδιακού φορτίου της ατμόσφαιρας, μέσω συμπύκνωσης σε ήδη υπάρχοντα σωματίδια ή μέσω δευτερογενούς παραγωγής αερολυμάτων και πολυμερισμού τους, με σημαντικές, συνολικά, επιπτώσεις στην ποιότητα του αέρα, το κλίμα και την παγκόσμια υγεία.
scite is a Brooklyn-based organization that helps researchers better discover and understand research articles through Smart Citations–citations that display the context of the citation and describe whether the article provides supporting or contrasting evidence. scite is used by students and researchers from around the world and is funded in part by the National Science Foundation and the National Institute on Drug Abuse of the National Institutes of Health.
hi@scite.ai
10624 S. Eastern Ave., Ste. A-614
Henderson, NV 89052, USA
Copyright © 2024 scite LLC. All rights reserved.
Made with 💙 for researchers
Part of the Research Solutions Family.