BACKGROUND: Studies have supported the correlation between mean platelet volume and COPD. However, there are limited data on the relationship between COPD exacerbation and mean platelet volume. We aimed to evaluate the mean platelet volume trend in patients with COPD exacerbation. METHODS: A total of 81 subjects, 62 men and 19 women, who were admitted to the hospital because of exacerbation of COPD during 9 months, were enrolled in this prospective observational study. The levels of mean platelet volume, C-reactive protein, complete blood count, and percentof-predicted FEV 1 were measured in subjects at admission (exacerbation period) and after 3 months (stable period). Thirty-seven age-and sex-matched healthy individuals constituted the control group. RESULTS: Subjects in the exacerbation period had significantly higher levels of C-reactive protein (P ؍ .001), white blood cell count (P ؍ .01), and percentage of neutrophils (P ؍ .01) and lower percent-of-predicted FEV 1 than in the stable period (P ؍ .02). Mean platelet volume levels were significantly decreased in the exacerbation period (P ؍ .001). Considering a cut-off point of mean platelet volume levels <8.2 fL for indicating COPD exacerbation showed a sensitivity of 80% and a specificity of 76%. Also, mean platelet volume levels correlated significantly with increase of C-reactive protein level, white blood cell count, and neutrophil percentage in the exacerbation period (P ؍ .01, P ؍ .01, and P ؍ .02, respectively). CONCLUSIONS: Mean platelet volume may be an inflammatory marker in exacerbation of COPD, and the measurement of mean platelet volume values may be useful for identifying patients who are at increased risk for exacerbations of illness.
Adiponutrin (patatin-like phospholipase domain-containing 3; PNPLA3), encoded in humans by the PNPLA3 gene, is a protein associated with lipid droplet and endoplasmic reticulum membranes, where it is apparently involved in fatty acid redistribution between triglycerides and phospholipids. A common polymorphism of PNPLA3 (I148M, rs738409), linked to increased PNPLA3 presence on lipid droplets, is a strong genetic determinant of non-alcoholic fatty liver disease (NAFLD) and of its progression. P-glycoprotein (Pgp, MDR1, ABCB1), encoded by the ABCB1 gene, is another membrane protein implicated in lipid homeostasis and steatosis. In the past, common ABCB1 polymorphisms have been associated with the distribution of serum lipids but not with fatty acids (FA) profiles. Similarly, data on the effect of PNPLA3 I148M polymorphism on blood FAs are scarce. In this study, a gas chromatography-flame ionization detection (GC-FID) method was optimized, allowing us to analyze twenty FAs (C14: 0, C15: 0, C15: 1, C16: 0, C16: 1, C17: 0, C17: 1, C18: 0, C18: 1cis, C18: 2cis, C20: 0, C20: 1n9, C20: 2, C20: 3n6, C20: 4n6, C20: 5, C23: 0, C24: 0 C24: 1 and C22: 6) in whole blood, based on the indirect determination of the fatty acids methyl esters (FAMES), in 62 hyperlipidemic patients and 42 normolipidemic controls. FA concentrations were then compared between the different genotypes of the rs738409 and rs2032582 (ABCB1 G2677T) polymorphisms, within and between the hyperlipidemic and normolipidemic groups. The rs738409 polymorphism appears to exert a significant effect on the distribution of blood fatty acids, in a lipidemic and fatty acid saturation state-depending manner. The effect of rs2032582 was less pronounced, but the polymorphism did appear to affect the relative distribution of blood fatty acids between hyperlipidemic patients and normolipidemic controls.
Η αύξηση των χαμηλών επιπέδων της HDL-C αποτελεί έναν επιθυμητό στόχο για την αντιμετώπιση του συνολικού καρδιαγγειακού κινδύνου. Η ενδοθηλιακή λιπάση (ΕL) αποτελεί ένζυμο που συσχετίζεται αντίστροφα με τα επίπεδα της HDL-C, αποτελώντας έναν πιθανό στόχο φαρμακευτικής παρέμβασης που δεν έχει μελετηθεί επαρκώς έως σήμερα. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση της συσχέτισης των μεταβολών των επιπέδων της EL με τις μεταβολές των επιπέδων της HDL-C μετά τη χορήγηση υπολιπιδαιμικής αγωγής με ροσουβαστατίνη, φαινοφιμπράτη, ή νικοτινικό οξύ/λαροπιπράντη, σε δυσλιπιδαιμικούς ασθενείς,. Επίσης, η διερεύνηση της επίδρασης του κοινού πολυμορφισμού 584 C/T της ΕL (LIPG 584 C/T) στις παραπάνω μεταβολές. Στη μελέτη συμμετείχαν 187 δυσλιπιδαιμικοί ασθενείς (99 γυναίκες, διάμεση ηλικία: 59 έτη) που δεν ελάμβαναν υπολιπιδαιμική αγωγή και χωρίς ιστορικό δευτεροπαθούς δυσλιπιδαιμίας, οι οποίοι εντάχθηκαν σε τρείς Ομάδες παρέμβασης, λαμβάνοντας 3μηνη αγωγή-μονοθεραπεία με ροσουβαστατίνη 10mg/ημ (Ομάδα Α, n=70), φαινοφιμπράτη 200 mg/ημ. (Ομάδα Β, n=70), νικοτινικό οξύ/λαροπιπράντη (Ομάδα Γ, n=47) 1gr/20mg/ημ. τις πρώτες 4 εβδομάδες και 2gr/40mg/ημ. στη συνέχεια, με βάση την προέχουσα λιπιδαιμική διαταραχή και τον υπολογιζόμενο καρδιαγγειακό κίνδυνο. Την ομάδα ελέγχου αποτέλεσαν 86 νορμολιπιδαιμικά άτομα αντίστοιχου φύλου και ηλικίας. Η αρχική μέτρηση των λιπιδαιμικών (HDL-C, EL, T-C, LDL-C, TRG, apoA, apoB), φλεγμονωδών (hs-CRP, TNF-α, IL-1, IL-6) και βιοχημικών παραμέτρων (κρεατινίνη ορού/eGFR, SGPT, CPK, HbA1c%) επαναλήφθηκε στο τέλος της 3μηνης μελέτης. Επίσης, απομονώθηκε γενετικό υλικό-DNA από όλους τους συμμετέχοντες, για τον προσδιορισμό του πολυμορφισμού LIPG 584 C/T. Η στατιστική ανάλυση έγινε με το στατιστικό πρόγραμμα SPSS 22.0. Από τη σύγκριση των παραμέτρων προ-θεραπευτικά, προέκυψε ότι τα επίπεδα της EL ήταν σημαντικά υψηλότερα στους δυσλιπιδαιμικούς συγκριτικά με τους νορμολιπιδαιμικούς, καθώς και στους παχύσαρκους ανεξαρτήτως λιπιδαιμικής διαταραχής. Στους δυσλιπιδαιμικούς, η ΕL συσχετίστηκε σημαντικά αρνητικά και ανεξάρτητα, με την HDL-C και την apoA-I, αποτελώντας έναν σημαντικό ανεξάρτητο προβλεπτικό παράγοντα για τα επίπεδα της HDL- C που ερμηνεύει το 44% της διακύμανσής τους. Επίσης, η EL συσχετίστηκε σημαντικά θετικά και ανεξάρτητα, με την hs-CRP και την IL-6. Στους νορμολιπιδαιμικούς βρέθηκε μια ήπια σημαντική συσχέτιση της EL με τις HDL-C, apoA-I και hs-CRP η οποία δεν ήταν ανεξάρτητη από τις άλλες παραμέτρους. Ο πολυμορφισμός LIPG 584 C/T ανιχνεύθηκε στο 93% του συνολικού πληθυσμού της μελέτης. Το υπολειπόμενο αλλήλιο T συνδυάστηκε με σημαντικά υψηλότερες συγκεντρώσεις HDL-C, apoA-I και αντίστοιχα σημαντικά χαμηλότερες συγκεντρώσεις EL, T-C, LDL-C, apoB, hs-CRP, TNF-α, IL-1, IL-6 στους δυσλιπιδαιμικούς συγκριτικά με το κυρίαρχο αλλήλιο C. Το ίδιο αλλήλιο T, στους νορμολιπιδαιμικούς συνδυάστηκε με σημαντικά χαμηλότερες συγκεντρώσεις TNF-α. Μετα-θεραπευτικά: σε όλες τις Ομάδες βρέθηκαν σημαντικά αυξημένα επίπεδα των HDL-C, apoA-I και σημαντικά μειωμένα επίπεδα των EL T-C, TRG, hs-CRP, TNF-α, IL-1, IL-6, καθώς και των apoB, LDL-C στις Ομάδες Α, Γ. Οι μεταβολές της EL συσχετίστηκαν σημαντικά αρνητικά και ανεξάρτητα, με τις μεταβολές της HDL-C, αποτελώντας έναν σημαντικό προβλεπτικό παράγοντα της διακύμανσης των μεταβολών αυτών (Α: κατά 23.4%, Β: κατά 44%, Γ: κατά 30%), ενώ συσχετίστηκαν επίσης σημαντικά με τις μεταβολές των apoA-I και hs-CRP στις Oμάδες Α και Β. Στην Ομάδα Β, το υπολειπόμενο αλλήλιο T συσχετίστηκε σημαντικά τόσο με μεγαλύτερες αυξήσεις των HDL-C και apoA-I (ως ομοζυγωτία ΤΤ), όσο και με μεγαλύτερες μειώσεις των EL και IL-6 (ως φορεία, (CT+TT)) συγκριτικά με το κυρίαρχο αλλήλιο C. Αντίθετα, tο κυρίαρχο αλλήλιο C συσχετίστηκε με σημαντικά μεγαλύτερες μειώσεις των TRG στις Ομάδες Α και Β. Στις περιπτώσεις των αρνητικών μεταβολών της HDL-C από τα αρχικά επίπεδα (16%), ο κυρίαρχος γονότυπος (CC) συσχετίστηκε σημαντικά με αυτές, στο σύνολό τους (Α+Β+Γ), καθώς και επιμέρους στην Ομάδα Β. Συμπερασματικά, η EL επιδρά σημαντικά στη διαμόρφωση των χαμηλών επιπέδων της HDL-C και συσχετίζεται θετικά με τη φλεγμονώδη διεργασία στη δυσλιπιδαιμία. Η προκαλούμενη σημαντική μείωση των επιπέδων της μετά τη χορήγηση ροσουβαστατίνης, φαινοφιμπράτης και νικοτινικού οξέος, επιδρά θετικά στην πρόκληση αύξησης της HDL-C, την οποία και διαμεσολαβεί σε σημαντικό βαθμό. Ο πολυμορφισμός LIPG 584 C/T συσχετίζεται σημαντικά με τα αρχικά επίπεδα της HDL-C σε πρωτοδιαγνωσθέντες δυσλιπιδαιμικούς ασθενείς. Το δε υπολειπόμενο αλλήλιο T, επιδρά σημαντικά στην προκαλούμενη αύξηση της HDL-C από τη χορήγηση της φαινοφιμπράτης, ενώ το κυρίαρχο αλλήλιο C συσχετίζεται με τη μη-ανταπόκριση. Η προ-θεραπευτική γονιδιακή ανάλυση του LIPG 584 C/T θα μπορούσε ενδεχομένως να συνεισφέρει σε κλινικό επίπεδο, στην πρόβλεψη της φαρμακευτικής ανταπόκρισης στα επίπεδα της HDL-C (ή και non-HDL/TRG), όταν επιλέγονται τα συγκεκριμένα φάρμακα που εξετάστηκαν στη μελέτη, τροποποιώντας ανάλογα τις εφαρμοζόμενες στρατηγικές για την αντιμετώπιση των χαμηλών επιπέδων της HDL-C.
scite is a Brooklyn-based organization that helps researchers better discover and understand research articles through Smart Citations–citations that display the context of the citation and describe whether the article provides supporting or contrasting evidence. scite is used by students and researchers from around the world and is funded in part by the National Science Foundation and the National Institute on Drug Abuse of the National Institutes of Health.
hi@scite.ai
10624 S. Eastern Ave., Ste. A-614
Henderson, NV 89052, USA
Copyright © 2024 scite LLC. All rights reserved.
Made with 💙 for researchers
Part of the Research Solutions Family.