Σκοπός της έρευνας είναι να εξετάσει την ηγεσία και την κοινωνική δύναμη ως παράγοντες που επηρεάζουν τη λεκτική επιθετικότητα. Στην έρευνα συμμετείχαν 639 άτομα που ήταν κατανεμημένα σε 20 τμήματα μαθητών συμπεριλαμβανομένων των αντίστοιχων εκπαιδευτικών (255 κορίτσια και 243 αγόρια στους μαθητές, 35 άντρες και 21 γυναίκες στους εκπαιδευτικούς) και 4 ερασιτεχνικές ομάδες αθλητών συμπεριλαμβανομένων των προπονητών τους (69 αγόρια και 13 κορίτσια στους αθλούμενους και 2 άντρες και 1 γυναίκα στους προπονητές). Τα ως άνω τμήματα και οι ομάδες διερευνήθηκαν ως κοινωνικά δίκτυα, και αποτυπώθηκαν οι σχέσεις μεταξύ των ερωτηθέντων (φιλικές, ηγετικές, λεκτικά επιθετικές κ.α.). Τα δεδομένα συνελέγησαν με τυποποιημένα ερωτηματολόγια (με δικτυακό και μη δικτυακό μέρος). Χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της ανάλυσης κοινωνικών δικτύων για την ανίχνευση και ποσοτική επεξεργασία ιεραρχιών των σχέσεων που προαναφέρθηκαν και εν συνεχεία επαγωγική στατιστική για τον εντοπισμό σημαντικών σχέσεων μεταξύ παραγόντων ηγεσίας και δύναμης και λεκτικής επιθετικότητας. Κυριότερα αποτελέσματα: προσωπικά χαρακτηριστικά όπως η εξωτερική εμφάνιση, η οικονομική κατάσταση και ο τόπος διαμονής δεν επηρεάζουν τη χρήση λεκτικής επιθετικότητας, oύτε σωματικά χαρακτηριστικά όπως το βάρος (παρόλο που το δείγμα περιελάμβανε αθλητικές ομάδες). Η χρήση λεκτικής επιθετικότητας μεγιστοποιείται στην εφηβεία. Oι άνδρες φαίνονται περισσότερο επιθετικοί σε σχέση με τις γυναίκες. Η φιλική οικειότητα δεν φάνηκε να τυγχάνει εκμετάλλευσης για εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς. Σε περιπτώσεις όπου η λεκτική επιθετικότητα γίνεται συχνότερη παρατηρήθηκε δυσανάλογη δημιουργία νέων σχέσεων σε σχέση με αυτές που διαλύονται. Όλοι έχουν δυνητικά την προδιάθεση να εκδηλώσουν λεκτική επιθετικότητα ανάλογα με τις περιστάσεις. Αντίθετα, τα θύματα λεκτικών επιθέσεων διαφοροποιούνται ως προς το ότι έχουν την τάση να παραμένουν ιδιαίτερα παθητικά. Ο επιτιθέμενος δεν γίνεται πάντα αντιληπτός ως λεκτικά επιθετικός από τον θιγόμενο, αλλά ούτε και ο θιγόμενος γίνεται αντίστοιχα αντικειμενικά αντιληπτός ως θιγόμενος από τον επιτιθέμενο. Η λεκτική επιθετικότητα παρουσιάζει την τάση να λειτουργεί σωρευτικά επί συγκεκριμένων ατόμων. Όσοι βιώνουν με αποστασιοποιημένο τρόπο την ένταξη στη σχολική ή προπονητική πραγματικότητα είναι λιγότερο λεκτικά επιθετικοί. Η εκμετάλλευση ανισοτήτων, και η χρήση της λεκτικής επιθετικότητας ουσιαστικά αποτελούν εμπόδιο στην ανάπτυξη συναισθηματικής εξάρτησης ή εμπιστοσύνης. Τα άτομα που θέλουν να ελέγξουν τους γύρω τους έχουν συνείδηση ότι πρέπει να απομακρύνονται από τη λεκτική επιθετικότητα περνώντας σε ποιο ανθεκτικές και δυνατές μορφές επιρροής. Η ύπαρξη δυνάμεων εσωτερικευμένου ελέγχου και η αναγνώριση ύπαρξης χαρακτηριστικών μετασχηματιστικής ηγεσίας ή αρχηγικών ικανοτήτων σε ένα άτομο, απωθεί τη χρήση λεκτικής επιθετικότητας. Τέλος, διαπιστώθηκε ότι αν δεν σταθεί δυνατό να διατηρηθεί η λεκτική επιθετικότητα σε χαμηλά επίπεδα παρατηρούμε μια ραγδαία αύξηση της και όχι σταθεροποίηση και κορεσμό της. Για την αντιμετώπιση της λεκτικής επιθετικότητας σε αθλητικά ή σχολικά πλαίσια δεν είναι τα εντατικά και δραστικά μέτρα, αφότου αυτή εκδηλωθεί, αλλά η έγκαιρη και εύστοχη δράση.