Η απάτη αποτελεί ένα πολυδιάστατο και πολύπλευρο φαινόμενο που απασχολεί πέραν των επενδυτών, ελεγκτών, νομοθετών, και τους απλούς πολίτες. Η αποκάλυψη πλήθους εταιρικών σκανδάλων στις αρχές του 21ου αιώνα, αύξησε ιδιαίτερα το ενδιαφέρον όλων αναφορικά με το συγκεκριμένο ζήτημα, εμφανίζοντας τη δικανική λογιστική ως το μέσο για την αποτελεσματική πρόληψη, αντιμετώπιση και περιορισμό της απάτης. Παράλληλα, η δικανική λογιστική αναδείχθεικε ως ένας νέος τομέας έρευνας για τους ακαδημαϊκούς στην προσπάθεια περεταίρω συμβολής τους στον επιχειρηματικό κόσμο. Παρότι σημαντικές νομοθετικές ρυθμίσεις πραγματοποιήθηκαν ως επακόλουθο των σκανδάλων, η νομοθέτηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς παραμένει αδύνατη. Καθώς «οι άνθρωποι είναι αυτοί που διαπράττουν απάτη» (Ramamoorti, 2008), είναι σημαντικό να εντοπιστούν οι εσωτερικές δυνάμεις που ωθούν έναν εργαζόμενο στη διάπραξη απάτης και ως εκ τούτου κρίνεται σκόπιμο να διερευνηθούν σε βάθος τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά που τους οδηγούν σε τέτοια συμπεριφοριφορά. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι υπάλληλοι εργάζονται εντός ενός δομημένου περιβάλλοντος εργασίας, αξίζει να σημειωθεί ότι η συμπεριφορά των ιδίων επηρεάζει και ταυτόχρονα επηρεάζεται από την οργανωσιακή κουλτούρα της επιχείρησης στην οποία εργάζονται. Κατόπιν των παραπάνω, σκοπό της παρούσας διατριβής αποτελεί η σκιαγράφηση του προφίλ του πιθανού δράστη και κατά συνέπεια η απάντηση του ερωτήματος «γιατί οι εργαζόμενοι διαπράττουν οικονομικά εγκλήματα». Προκειμένου να επιτευχθεί ο συγκεκριμένος στόχος, εξετάστηκε δείγμα 214 υπαλλήλων που απασχολούνται σε ιδιωτικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα μέσω μίας έρευνας τεσσάρων σταδίων. Ειδικότερα, στην πρώτη φάση της έρευνας, εξετάστηκε η επίδραση των δημογραφικών χαρακτηριστικών και των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας των εργαζομένων στην τάση τους για διάπραξη ή συμμετοχή σε απάτη. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα αυτής της φάσης, ένας εργαζόμενος που χαρακτηρίζεται ως ασυνείδητος, δυσάρεστος, εξωστρεφής και μη δεκτικός σε νέες εμπειρίες, αποτελεί τυπικό παράδειγμα πιθανού δράστη. Στη συνέχεια, στο δεύτερο στάδιο της έρευνας εξετάστηκε η επιδραση της οργανωσιακής κουλτούρας στην τάση των εργαζομένων για διάπραξη ή συμμετοχή σε απάτη. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα αυτής της φάσης, η ύπαρξη μίας ηθικής οργανωσιακής κουλτούρας στην επιχείρηση μειώνει την πιθανότητα διάπραξης απάτης από πλευράς των εργαζομένων. Πιο συγκεκριμένα, η διαφάνεια, η συνέπεια των διευθυντικών στελεχων και η εφαρμοσιμότητα των επιχειρηματικών στόχων, αποτελούν τους πιο σημαντικούς παράγοντες οργανωσικής κουλτούρας, η ύπαρξη των οποίων οδηγεί του εργαζόμενους σε αποστροφή εμφάνισης ή υιοθέτησης παραβατικής συμπεριφοράς. Στο τρίτο στάδιο της έρευνας εξετάστηκε ο διαμεσολαβητικός ρόλος της οργανωσιακής κουλτούρας στις σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στα προσωπικά χαρακτηριστικά ενός εργαζόμενου και στην τάση του για διάπραξη ή συμμετοχή σε απάτη. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα αυτής της φάσης, η ύπαρξη ηθικής οργανωσιακής κουλτούρας διαμεσολαβεί στατιστικά σημαντικά στις σχέσεις συμπεριφοράς-εξωστρέφιας και συμπεριφοράς-δεκτικότητας σε νέες εμπειρίες. Τέλος, στο τέταρτο στάδιο της έρευνας, διενεργήθηκαν τέσσερις επιπρόσθετες αναλύσεις. Στην πρώτη εξετάστηκε η επίδραση των προσωπικών χαρακτηριστικών των εργαζομένων και της οργανωσιακής κουλτούρας της επιχείρησης ταυτόχρονα στην τάση των υπαλλήλων για απάτη. Στις άλλες τρεις διερευνήθηκε διακριτά η επίδραση των προσωπικών χαρακτηριστικών των εργαζομένων στη τάση τους για διάπραξη απάτης στις οικονομικές καταστάσεις, διαφθορά και ιδιοποίηση περιουσιακών στοιχείων. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των παραπάνω αναλύσεων, όταν η οργανωσιακή κουλτούρα συμπεριλαμβάνεται στο ερευνητικό μοντέλο, μόνο η ενσυνειδησία και η δεκτικότητα σε νέες εμπειρίες επηρεάζουν την παραβατική συμπεριφορά των εργαζομένων. Επιπλέον, αναφορικά με το προφίλ του πιθανού δράστη σε σχέση με τους τρεις τύπους απάτης, ο πιθανός δράστης παραποίησης οικονομικών καταστάσεων και ιδιοποίησης περιουσιακών στοιχείων εμφανίζει παρόμοια χαρακτηριστικά και παρουσιάζεται ως ασυνείδητος και μη δεκτικός σε νέες εμπειρίες, ενώ αντίθετα ο εργαζόμενος με τάση στη διαφθορά εμφανίζει χαρακτηριστικά εξωστρέφιας. Τα αποτελέσματα της παρούσας διατριβής είναι χρήσιμα τόσο στην ακαδημαϊκή κοινότητα, όσο και στους επαγγελματίες. Όσο αφορά την ακαδημαϊκή συμβολή, η παρούσα μελέτη διευρύνει τη βιβλιογραφία της δικανικής λογιστικής σε σχέση με τη συμπεριφορική ανάλυση της απάτης μέσω της σκιαγράφησης του προφίλ του πιθανού δράστη και της εφαρμογής μίας διεπιστημονικής προσέγγισης όπου συνδυάζονται θεωρίες της λογιστικής και της ψυχολογίας. Όσο αφορά την πρακτική συμβολή, τα αποτελέσματα της μελέτης δύναται να αξιοποιηθούν από τις επιχειρήσεις κατά της διάρκεια των διαδικασιών επιλογής και πρόσληψης εργαζομένων, ως ένα επιπρόσθετο μέσο για την αξιολόγηση της τάση τους για συμμετοχή ή διάπραξη απάτης, προλαμβάνοντας με αυτό τον τρόπο την εμφάνιση μελλοντικών φαινομένων απάτης στην επιχείρηση από πλευράς των εργαζομένων. Πέραν αυτών, τα αποτελέσματα της διατριβής μπορούν επιπρόσθετα να χρησιμοποιηθούν ως σημάδια απάτης από τους ελεγκτές και τους επαγγελματίες απάτης κατά τη διάρκεια διερεύνησης τέτοιου είδους περιπτώσεων.