Σκοπός: Η παρούσα διδακτορική διατριβή σκοπό είχε τη διερεύνηση της εμπλοκής των υπηρεσιών ΠΦΥ της Κρήτης στην αναγνώριση και διαχείριση της συντροφικής κακοποίησης. Ανάμεσα στους επιμέρους στόχους της ήταν: (α) Η διερεύνηση της ετοιμότητας, της δυνατότητας και των εμποδίων που συναντούν οι επαγγελματίες που υπηρετούν σε δομές παροχής υπηρεσιών ΠΦΥ ως προς την έγκαιρη αναγνώριση και αντιμετώπιση των περιπτώσεων συντροφικής κακοποίησης και (β) ο σχεδιασμός και η εφαρμογή παρεμβάσεων στις δομές ΠΦΥ και η διερεύνηση της αποτελεσματικότητάς τους να βελτιώσουν την ανταπόκριση των επαγγελματιών στις περιπτώσεις συντροφικής κακοποίησης.Πληθυσμός μελέτης και μέθοδοι: Για τη διερεύνηση του βαθμού αναγνώρισης της συντροφικής κακοποίησης στις υπηρεσίες ΠΦΥ και για την αναγνώριση των εμποδίων στη διαχείριση των περιπτώσεων, πραγματοποιήθηκε έρευνα με ποιοτικές μεθόδους με τρείς ομάδες εστιασμένης συζήτησης (focus groups) και 18 συνολικά συμμετέχοντες ιατρούς Γενικής Ιατρικής, καθώς επίσης και έρευνα με ερωτηματολόγιο σε 22 κοινωνικούς λειτουργούς και 23 νοσηλευτές που υπηρετούσαν τα 28 προγράμματα «Βοήθεια στο Σπίτι» του Νομού Ηρακλείου. Στη συνέχεια, σχεδιάστηκε και εφαρμόστηκε εκπαιδευτική παρέμβαση με στόχο την ικανοποίηση των διαπιστωμένων αναγκών των ιατρών Γενικής Ιατρικής με συμμετοχή 25 ειδικευμένων ιατρών Γενικής Ιατρικής (11 στην ομάδα παρέμβασης και 14 στην ομάδα ελέγχου) και 15 ειδικευόμενων ιατρών Γενικής Ιατρικής (ομάδα παρέμβασης). Το περιεχόμενο της εκπαιδευτικής παρέμβασης βασίστηκε στα ευρήματα της μελέτης που διεξήχθηκε με ποιοτικές μεθόδους έρευνας σε ιατρούς Γενικής Ιατρικής. Για την αξιολόγηση της εκπαιδευτικής παρέμβασης μεταφράστηκε και σταθμίστηκε στα Ελληνικά το ερωτηματολόγιο PREMIS σε 80 ιατρούς Γενικής Ιατρικής που υπηρετούσαν σε κέντρα υγείας και περιφερειακά ιατρεία των Νομών Ηρακλείου και Ρεθύμνου. Η αξιολόγηση της εκπαιδευτικής παρέμβασης πραγματοποιήθηκε με χρήση επιλεγμένων κλιμάκων του ερωτηματολογίου PREMIS (προσλαμβανόμενη γνώση, προσλαμβανόμενη ετοιμότητα, πραγματική γνώση), οι οποίες συμπληρώθηκαν πριν και αμέσως μετά, καθώς και ένα χρόνο μετά την παρέμβαση. Τέλος, διαμορφώθηκαν πρακτικές οδηγίες για χρήση από τους ιατρούς Γενικής Ιατρικής μέσω ανασκόπησης Ευρωπαϊκών και διεθνών οδηγιών για τους ιατρούς Γενικής Ιατρικής και αντίστοιχες πρακτικές οδηγίες για χρήση από τους κοινωνικούς λειτουργούς που υπηρετούν σε υπηρεσίες ΠΦΥ μέσω διεξαγωγής ομάδας εστιασμένης συζήτησης με συμμετοχή επαγγελματιών και εμπειρογνωμόνων από το χώρο των υποστηρικτικών υπηρεσιών για τα θύματα κακοποίησης.Αποτελέσματα: Από την έρευνα με ποιοτικές μεθόδους στους ιατρούς Γενικής Ιατρικής που υπηρετούν τα κέντρα υγείας και τα περιφερειακά ιατρεία προέκυψε ότι στο σύνολό τους οι ιατροί αυτοί δεν είχαν λάβει καμία προπτυχιακή ή συνεχιζόμενη εκπαίδευση σε θέματα ενδοοικογενειακής βίας. Σημαντικά εμπόδια στη αναγνώριση και διαχείριση της συντροφικής κακοποίησης στους ιατρούς Γενικής Ιατρικής ήταν τα εξής: α) αβεβαιότητα ως προς το ρόλο των ιατρών στη διαχείριση της συντροφικής βίας, β) αβεβαιότητα ως προς την ικανότητα έγκυρης διάγνωσης του προβλήματος, γ) αμηχανία συζήτησης του προβλήματος με τους ασθενείς, δ) ανασφάλεια καταγραφής πληροφοριών σχετικών με την κακοποίηση, ε) αίσθημα χαμηλής αποτελεσματικότητας, στ) έλλειψη εμπιστοσύνης στις διαθέσιμες υποστηρικτικές δομές Από τη μελέτη στους κοινωνικούς λειτουργούς και τους νοσηλευτές των προγραμμάτων «Βοήθεια στο Σπίτι» προέκυψε ότι η πλειοψηφία και των δύο επαγγελμάτων υγείας δήλωσε ανεπαρκή προπτυχιακή και συνεχιζόμενη εκπαίδευση σε θέματα ενδοοικογενειακής βίας, καθώς επίσης και ικανοποιητική έως υψηλή εμπιστοσύνη στην ικανότητά τους να εκτιμήσουν το πρόβλημα στο χώρο εργασίας τους. Τα κυριότερα εμπόδια στη διαχείριση του προβλήματος που αναφέρθηκαν με υψηλότερη συχνότητα και από τα δύο επαγγέλματα υγείας ήταν «η έλλειψη γνώσεων των επαγγελματιών σχετικά με τις διαθέσιμες πηγές υποστήριξης» και «οι αντιστάσεις του θύματος και της οικογένειάς του στην παρέμβαση». Περισσότεροι από 1/3 του συνόλου των επαγγελματιών υγείας δεν ανέφεραν νέες επιβεβαιωμένες διαγνώσεις στην τρέχουσα απασχόλησή τους, ενώ αντίστοιχος αριθμός επαγγελματιών ανέφεραν 1-5 νέες περιπτώσεις υποψίας κακοποίησης ανάμεσα στους εξυπηρετούμενούς τους.Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα συνάντησε υψηλή αποδοχή τόσο από τους ειδικευμένους όσο και από τους ειδικευόμενους ιατρούς Γενικής Ιατρικής και συνδέθηκε με υψηλή χρησιμότητα για την κλινική πράξη. Οι ειδικευμένοι ιατροί της ομάδας παρέμβασης είχαν καλύτερη επίδοση από τους ειδικευμένους ιατρούς της ομάδας ελέγχου ως προς την «Προσλαμβανόμενη Ετοιμότητα» και την «Προσλαμβανόμενη Γνώση» τόσο αμέσως μετά την παρέμβαση (p=.012, r=.50 and p=.001, r=.68) όσο και 12 μήνες μετά (p=.024, r=.45 and p=.007, r=.54). Οι ειδικευμένοι ιατροί της ομάδας παρέμβασης είχαν καλύτερη επίδοση από τους ειδικευόμενους ιατρούς που έλαβαν την παρέμβαση ως προς την «προσλαμβανόμενη ετοιμότητα» αμέσως μετά την παρέμβαση (p=.037, r=.41). Οι ειδικευόμενοι από την άλλη, είχαν καλύτερη επίδοση από τους ειδικευμένους ιατρούς που έλαβαν την παρέμβαση ως προς την «Πραγματική Γνώση» 12 μήνες μετά την παρέμβαση (p=.012, r=.49). Καμία διαφορά δε βρέθηκε ανάμεσα στις ομάδες παρέμβασης και την ομάδα ελέγχου ως προς την ανίχνευση περιπτώσεων κακοποίησης.Το εργαλείο αξιολόγησης PREMIS προσαρμόστηκε επιτυχώς στο Ελληνικό περιβάλλον. Από τη μελέτη στάθμισης, το ερωτηματολόγιο βρέθηκε κατάλληλο για την αναγνώριση της επάρκειας των επαγγελματιών ως προς την ανίχνευση και τη διαχείριση της συντροφικής βίας και των εκπαιδευτικών τους αναγκών. Το εργαλείο εμφάνισε υψηλή αξιοπιστία των επιμέρους κλιμάκων, ισχυρή δομική και εσωτερική προγνωστική εγκυρότητα καθώς και υψηλή επαναληψιμότητα όταν δοκιμάστηκε μετά από 3-4 εβδομάδες σε 20 επαγγελματίες (ICC>.70).Τέλος, από την ανασκόπηση κατευθυντήριων οδηγιών απευθυνόμενων σε ιατρούς Γενικής Ιατρικής και την ομάδα εστιασμένης συζήτησης με τους κοινωνικούς λειτουργούς προέκυψαν 14 πρακτικές οδηγίες για χρήση από τους ιατρούς Γενικής Ιατρικής που υπηρετούν σε κέντρα υγείας και περιφερειακά ιατρεία και 16 πρακτικές οδηγίες για χρήση από τους κοινωνικούς λειτουργούς που υπηρετούν σε προγράμματα «Βοήθεια στο Σπίτι».Συμπεράσματα: Τα παραπάνω ευρήματα αναδεικνύουν την ανάγκη για δημιουργία δυνατοτήτων εκπαίδευσης των επαγγελματιών υγείας σε θέματα ενδοοικογενειακής βίας, την ανάγκη οριζόντιας διασύνδεσης των δομών ΠΦΥ, καθώς και την ανάγκη για εισαγωγή διαγνωστικών εργαλείων και διεπιστημονικών πρωτοκόλλων με στόχο την υποστήριξη της κλινικής απόφασης και της ενίσχυση της κλινικής αποτελεσματικότητας στην καθημερινή άσκηση των υπηρεσιών ΠΦΥ. Η παρούσα μελέτη και τα ευρήματά της αναμένεται να συμβάλουν τόσο στην καλύτερη κατανόηση των εκπαιδευτικών αναγκών των επαγγελματιών υγείας όσο και στην βελτίωση της επαγγελματικής τους εκπαίδευσης σε θέματα ενδοοικογενειακής βίας ενώ παράλληλα η παρούσα μελέτη αναμένεται να έχει αντίκτυπο στην έγκαιρη ανίχνευση της συντροφικής κακοποίησης και την αποτελεσματική αντιμετώπισή της στις υπηρεσίες ΠΦΥ.
Objectives: The current study aimed at assessing the prevalence and risk factors for the perpetration of sexually aggressive behaviours, in men aged 18-30 years in the city of Heraklion, Crete. Methods: Stratified sampling was used to select the study sample. A total of 241 individuals accepted to participate in the study out of 335 initially found to meet the inclusion criteria (gender, age). For the needs of the current study a semi-structured questionnaire was used, including 4 sections and 43 items. The questionnaire examined the participants’ sociodemographic characteristics, their past sexual activity and experiences, their attitudes towards the rape myths, and the prevalence of perpetrating sexually aggressive behaviours. Results: Participants were men (n=241) with a mean age of 23.9 years (SD 3.4) and had their first sexual intercourse at the age of 17.2 years (SD 2.0). Out of a total of 241 participants, 8 (3.3%) reported a history of sexual victimization without intercourse before the age of 14 years and 2 (.8%) reported sexual victimization with intercourse at the same age. Based on the results of the multiple regression analysis, higher acceptance of rape myths was found to be associated with increased likelihood of perpetrating sexually aggressive behaviours (p<.001; CI=.721;1.471) after controlling for the participants’ sociodemographic characteristics and their past sexual activity and experiences. Conclusion: Future attempts to prevent or address the problem of sexual aggression could take into account the risk factors identified in the current study.
scite is a Brooklyn-based organization that helps researchers better discover and understand research articles through Smart Citations–citations that display the context of the citation and describe whether the article provides supporting or contrasting evidence. scite is used by students and researchers from around the world and is funded in part by the National Science Foundation and the National Institute on Drug Abuse of the National Institutes of Health.
customersupport@researchsolutions.com
10624 S. Eastern Ave., Ste. A-614
Henderson, NV 89052, USA
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.
Copyright © 2024 scite LLC. All rights reserved.
Made with 💙 for researchers
Part of the Research Solutions Family.