In the past ten years, the issue of inclusion has proved one of the biggest challenges facing special needs education planners and policy-makers in developed countries. Greek educational policy has given emphasis on two points: (a) the development of new organizational structures (i.e. resource rooms, support teachers), and (b) the implementation of administrative regulations that enable mainstreaming special and ordinary education into a unified educational system (inclusion). In doing so, the content of the curriculum and the pedagogical characteristics of the educational environment were ignored. This paper reports the results of a pilot study that aimed to explore the pedagogical aspects of inclusion and integration as implemented in Greek nursery schools. More specifically, the study investigated the way special needs children participate in the learning process and their relationship with the other members of the classroom. The following hypothesis guided the study: the process of school integration of a special needs child is regulated by (a) the degree and the quality of his/her participation in the learning process, and (b) the pupil's ability to comply with the main rules of the classroom. Data were gathered from two special needs children, their teachers and their parents through observations and interviews. Research findings seemed to reinforce the two criteria of the research hypothesis. As observation revealed, children's actions diverged from the desired joint activity. According to research in social groups, this diversion influences the meaning classroom members attribute to 'differences' and causes a negative effect on children's membership of the group. At the same time, the study points out crucial dimensions of the above criteria, particularly as regards the attitude of nursery teachers and of the other pupils towards children with special needs, an issue that needs to be further explored.
Students’ attitudes towards peers with intellectual disabilities are mostly negative, and negative attitudes appear more among secondary education students than any other age group. Social coexistence programmes are intervention programmes implemented by school psychologists to manage and change negative attitudes and enforce social interaction with students with disabilities. The research sample consisted of 193 public high school students in Greece who were given the Chedoke–McMaster Attitudes Toward Children with Handicaps (CATCH) Scale. The study aimed to explore whether there is a change in the attitudes of high school students towards peers with intellectual disabilities after participation in a social coexistence programme. The findings showed that students who participated in the programme had more positive attitudes towards people with intellectual disabilities after the completion of the programme. The above findings confirm the research on the possibility of changing attitudes of secondary school students towards peers with disabilities and reinforce the need for the systematic development of social coexistence programmes for the entire student population. Future research should focus on the benefits of students with disabilities from their participation in social coexistence programmes.
Η τεράστια εξέλιξη που επιτελείται στο χώρο της Ιατρικής και της Τεχνολογίας μας παρέχει δύο επαναστατικά επιτεύγματα, τα ψηφιακά ακουστικά βαρηκοΐας και τα κοχλιακά εμφυτεύματα, τα οποία συνέχεια εξελίσσονται και βελτιώνονται και έχουν αλλάξει ριζικά την εκπαίδευση των βαρήκοων - κωφών παιδιών, ανοίγοντας νέες προοπτικές για την ισότιμη ένταξή τους μέσα στην τυπική εκπαίδευση και προσφέροντας δυνατότητες ώστε να παρακολουθήσουν και να συμμετάσχουν στην εκπαιδευτική διαδικασία, χωρίς η ακουστική τους ανεπάρκειας να αποτελεί εμπόδιο.Βασική προϋπόθεση για την ουσιαστική συμμετοχή των βαρήκοων - κωφών παιδιών στην τυπική εκπαίδευση αποτελεί η ανάπτυξη του προφορικού και του γραπτού λόγου, που θα συμβάλει στην κατάκτηση της ακαδημαϊκής γλωσσικής ικανότητας δίνοντάς τους τη δυνατότητα για επιτυχή ανταπόκριση στο αναλυτικό πρόγραμμα της τάξης τους.Για να διερευνηθεί η ανάπτυξη του λόγου των παιδιών με μεγάλου βαθμού βαρηκοΐα που χρησιμοποιούν κοχλιακό εμφύτευμα και να συγκριθεί με παιδιά που χρησιμοποιούν ακουστικά βαρηκοΐας, χορηγήθηκαν δύο σταθμισμένα κριτήρια αξιολόγησης, το Ψυχομετρικό Κριτήριο Μαθησιακής Επάρκειας (Detroit Τεστ) και το Ψυχομετρικό Κριτήριο Γλωσσικής Επάρκειας (Λ-α-Τ-ω), καθώς και το δομικό μοντέλο ανάλυσης λόγου του Applebee.Δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 140 παιδιά με μεγάλου και πολύ μεγάλου βαθμού βαρηκοΐα, που παρακολουθούσαν προγράμματα της γενικής εκπαίδευσης και χρησιμοποιούσαν τον προφορικό λόγο για να επικοινωνήσουν. Από αυτά τα παιδιά, τα 68 χρησιμοποιούσαν κοχλιακό εμφύτευμα και 72 χρησιμοποιούσαν ακουστικά βαρηκοΐας. Από τα 68 παιδιά που χρησιμοποιούσαν κοχλιακό εμφύτευμα, τα 35 αρχικά χρησιμοποίησαν για ένα διάστημα ακουστικά βαρηκοΐας και στη συνέχεια κοχλιακό εμφύτευμα, ενώ τα 33 εξ αρχής χρησιμοποιούσαν κοχλιακό εμφύτευμα.Η επεξεργασία των δεδομένων ανέδειξε ότι, ενώ η ομάδα των βαρήκοων - κωφών παιδιών που χρησιμοποιούσαν κοχλιακό εμφύτευμα και η ομάδα των παιδιών που χρησιμοποιούσαν ακουστικά βαρηκοΐας ήταν ισοδύναμες ως προς τη γνωστική και μαθησιακή τους επάρκεια, τα παιδιά που χρησιμοποιούσαν κοχλιακό εμφύτευμα είχαν καλύτερη γλωσσική ανάπτυξη στα τρία γλωσσικά συστήματα (προσληπτικό - οργανωτικό - εκφραστικό) και στα τρία γλωσσικά στοιχεία (φωνολογικό - σημασιολογικό - μορφοσυντακτικό, έναντι των παιδιών που χρησιμοποιούσαν ακουστικά βαρηκοΐας.Τα βαρήκοα - κωφά παιδιά που χρησιμοποιούσαν κοχλιακό εμφύτευμα είχαν καλύτερη επίδοση από τα παιδιά που χρησιμοποιούσαν ακουστικά βαρηκοΐας στην παραγωγή και οργάνωση του γραπτού αφηγηματικού λόγου, σύμφωνα με το δομικό μοντέλο του Applebee.Τόσο η μαθησιακή επάρκεια, όσο και η γλωσσική ανάπτυξη των βαρήκοων - κωφών παιδιών, βάσει του χρονικού διαστήματος χρήσης των ακουστικών βαρηκοΐας ή/και του κοχλιακού εμφυτεύματος, ήταν καλύτερη σε σχέση με τη χρονολογική τους ηλικία, σε όλους τους τομείς της γνωστικής και γλωσσικής τους ανάπτυξης.Ενώ οι ομάδες των βαρήκοων - κωφών παιδιών που χρησιμοποιούσαν εξ αρχής κοχλιακό εμφύτευμα, των παιδιών που χρησιμοποίησαν για ένα διάστημα ακουστικά βαρηκοΐας και στη συνέχεια κοχλιακό εμφύτευμα και των παιδιών που χρησιμοποιούσαν ακουστικά βαρηκοΐας ήταν ισοδύναμες ως προς τη γνωστική και μαθησιακή τους επάρκεια, φάνηκε ότι τα παιδιά με κοχλιακό εμφύτευμα εξ αρχής είχαν καλύτερη γλωσσική ανάπτυξη. Επιπλέον, σε σχέση με την ηλικία κατά την εμφύτευση, τα παιδιά με κοχλιακό εμφύτευμα εξ αρχής είχαν καλύτερη γλωσσική ανάπτυξη, έναντι των άλλων ομάδων.Η γλωσσική ανάπτυξη των βαρήκοων - κωφών παιδιών που χρησιμοποιούσαν εξ αρχής κοχλιακό εμφύτευμα ήταν καλύτερη, τόσο σε σχέση με τη χρονολογική τους ηλικία, όσο και σε σχέση με το χρονικό διάστημα χρήσης, έναντι των άλλων παιδιών.
Η επικράτηση της «πολιτικής της ένταξης» στον ελλαδικό χώρο είχε ως αποτέλεσμα να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στη φοίτηση των μαθητών με νοητική ανεπάρκεια στο πλαίσιο της γενικής εκπαίδευσης, με συνακόλουθη περιθωριοποίηση των δημοτικών σχολείων ειδικής αγωγής. Οι μαθητές με νοητική ανεπάρκεια εμφανίζουν περιορισμούς σε γνωστικό και μαθησιακό επίπεδο, οι οποίοι δεν τους επιτρέπουν να ανταποκριθούν στους στόχους του γενικού αναλυτικού προγράμματος. Ταυτόχρονα, τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της νοητικής ανεπάρκειας, που αφορούν στις κοινωνικές σχέσεις, στο στίγμα και στον αυτοπροσδιορισμό αναδεικνύουν δύο κρίσιμα ζητήματα. Το πρώτο είναι το ζήτημα της αυτονομίας-ανεξαρτησίας-αυτοπροσδιορισμού και το δεύτερο το ζήτημα των κοινωνικών σχέσεων. Τα ζητήματα αυτά είναι κρίσιμα, τόσο για την ποιότητα της ζωής τους, όσο και για την κοινωνική τους υπόσταση.Ένας μεγάλος αριθμός αυτών των μαθητών φοιτούν στα δημοτικά σχολεία ειδικής αγωγής, όπου δεν υπάρχει ένα ενιαίο πρόγραμμα. Αυτή η πραγματικότητα αναδεικνύει την ανάγκη να αναζητηθεί η εκπαίδευση που θα υποστηρίζει τις πραγματικές ανάγκες των μαθητών με νοητική ανεπάρκεια και θα διασφαλίζει τη μέγιστη δυνατή ικανοποίηση των αναγκών αυτών των μαθητών, με τον σχεδιασμό και την υλοποίηση λειτουργικών προγραμμάτων, που προσανατολίζονται στην ανάπτυξη της ικανότητας της ανεξάρτητης και αυτόνομης διαβίωσής τους μέσα στις κοινωνικές σχέσεις. Η προσέγγιση των λειτουργικών προγραμμάτων που συνδέεται με την ποιότητα ζωής, τον αυτοπροσδιορισμό, την αυτονομία, την ανεξαρτησία, και με τις δεξιότητες στις κοινωνικές σχέσεις μπορεί να απαντήσει όχι μόνο στις ανάγκες του σήμερα ως μαθητών, άλλα συνολικά και στις ανάγκες του αύριο, ως ενηλίκων με νοητική ανεπάρκεια. Με βάση αυτή την προσέγγιση διατυπώθηκαν τα κριτήρια της «κλίμακας αξιολόγησης», που αποτέλεσε το ερευνητικό εργαλείο, με το οποίο η έρευνα επιδίωξε να αποτυπώσει και να αξιολογήσει τα προγράμματα που υλοποιούνται στα ειδικά δημοτικά σχολεία για τους μαθητές με νοητική ανεπάρκεια. Πληθυσμό της έρευνας αποτέλεσαν οι 437 μαθητές όλων των δημοτικών σχολείων ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης της Βόρειας Ελλάδος (33 σχολεία), με μοναδικό ή κύριο διαγνωσμένο πρόβλημα τη νοητική ανεπάρκεια. Για κάθε μαθητή πραγματοποιήθηκε ημιδομημένη συνέντευξη με κάθε επαγγελματία που τον υποστήριζε εκπαιδευτικά ή θεραπευτικά. Συνολικά συμμετείχαν 301 εργαζόμενοι και πραγματοποιήθηκαν 1485 ημιδομημένες συνεντεύξεις για τη συλλογή των δεδομένων.Η επεξεργασία των δεδομένων ανέδειξε ότι από την αξιολόγηση του μαθητή απουσιάζει ο συλλογικός και διεπιστημονικός χαρακτήρας, ενώ ο τρόπος με τον οποίο γίνεται μέσα στα ειδικά σχολεία δεν εγγυάται τη σφαιρική εικόνα του μαθητή. Στα ειδικά δημοτικά σχολεία δε διατυπώνονται εξειδικευμένοι μακροπρόθεσμοι στόχοι για κάθε μαθητή. Επίσης για το 75% των μαθητών δεν τίθενται εξειδικευμένοι βραχυπρόθεσμοι στόχοι σχετικά με τον αυτοπροσδιορισμό, την αποκατάσταση της φθαρμένης ταυτότητας, της διαχείρισης του στίγματος του μαθητή και της συλλογικής λειτουργίας των μαθητών.Το μεγαλύτερο μέρος του εβδομαδιαίου ωρολόγιου προγράμματος του ειδικού σχολείου (τα 3/5 των ωρών) εστιάζει ουσιαστικά στις σχολικές γνώσεις και στην ανταπόκριση στις άμεσες ανάγκες του παιδιού, την αυτοεξυπηρέτηση και τον επικοινωνιακό λόγο.Σε ό,τι αφορά στο περιεχόμενο του προγράμματος, προέκυψε ότι το πρόγραμμα είναι αποσπασματικό, δεν έχει συνοχή και σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι δομημένο. Σε ό,τι αφορά στις παιδαγωγικές και διδακτικές μεθόδους που εφαρμόζονται στο ειδικό σχολείο, κυρίαρχη μέθοδος είναι η εκτέλεση εντολών και οδηγιών, τόσο για τη διδασκαλία, όσο και την οργάνωση συμπεριφοράςΤέλος, υπάρχει μια ζωντανή σχέση του σχολείου με τους γονείς. Οι γονείς είναι παρόντες στην καθημερινή ζωή του σχολείου με έναν ενεργητικό και διαρκή διάλογο για όλα τα θέματα που αφορούν στο παιδί τους. Την ίδια στιγμή η σχέση αυτή είναι μία σχέση «κάθετη», μεταξύ επαγγελματία και γονέα, με τον γονέα να μην έχει ενεργό ρόλο ούτε στη διαδικασία αξιολόγησης, ούτε στη διαμόρφωση των στόχων του προγράμματος, ούτε στην αξιολόγηση των θεμάτων και των δραστηριοτήτων.
scite is a Brooklyn-based organization that helps researchers better discover and understand research articles through Smart Citations–citations that display the context of the citation and describe whether the article provides supporting or contrasting evidence. scite is used by students and researchers from around the world and is funded in part by the National Science Foundation and the National Institute on Drug Abuse of the National Institutes of Health.
hi@scite.ai
10624 S. Eastern Ave., Ste. A-614
Henderson, NV 89052, USA
Copyright © 2024 scite LLC. All rights reserved.
Made with 💙 for researchers
Part of the Research Solutions Family.