Search citation statements
Paper Sections
Citation Types
Publication Types
Relationship
Authors
Journals
Μεγάλο μέρος από τα παιδικά μου χρόνια το πέρασα στο σπίτι των παππούδων μου στην Αμφιλοχία Αιτωλοακαρνανίας. Ήταν ένα σπίτι περίπου 150 ετών με εμφανή τα σημάδια του χρόνου, ιδιαίτερα τρομακτικό για ένα παιδί και πιο πολύ τις νύχτες που έβρεχε. Ο τρόπος για να μη φοβάμαι να κοιμηθώ μόνος μου βρέθηκε από τον πατέρα μου όταν άρχισε να μου μιλά για τον δικό του πατέρα. Το σπίτι λοιπόν αυτό δεν ήταν απλώς ένα παλιό σπίτι, αλλά το σπίτι του παππού μου του αντάρτη του ΕΛΑΣ, που κανείς δεν θα τολμούσε να το πλησιάσει. Σταδιακά, αυτές οι αφηγήσεις σχηματοποιήθηκαν και αποτέλεσαν ένα κράμα μαζί με άλλες εικόνες από τη ζωή του παππού μουπου ήταν γεμάτη από ιδανικά, οραματισμούς, αγωνιστικότητα, βάσανα, οδύνη, αλλά και αταλάντευτη πίστη στο δίκαιο του αγώνα που υπηρετούσε με όλες του τις δυνάμεις ως πατριώτης κομμουνιστής: Αλβανικό μέτωπο, Εθνική Αντίσταση, ΕΛΑΣ, εξορία στην Ικαρία και στη Γυάρο. Ο παππούς είχε γίνει ο ήρωάς μου. Ωστόσο, καθώς μεγάλωνα, οι ερωτήσεις που διατύπωνα δεν έβρισκαν ουσιαστικές αντιστοιχίες στις απαντήσεις που μου δίνονταν. Γιατί και πώς εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ; Ποια θέση είχε; Πού πολέμησε; Γιατί και πώς οργανώθηκε στο ΚΚΕ; Πέρα από δυο-τρεις φωτογραφίες του με τη στολή του αντάρτη, όλα του τα υπόλοιπα έγγραφα καθώς και τα βιβλία του κάηκαν το 1967 από τη γιαγιά μου σε μια κίνηση πανικού, επειδή φοβήθηκε τις ούτως ή άλλως αναμενόμενες νέες διώξεις. Έτσι ξεκίνησα να διαβάζω για να γνωρίσω και να κατανοήσω τις διαδρομές του παππού που δεν γνώρισα, αλλά που όμως, σαν άλλος φύλακας-άγγελος ή αγαθοποιό πνεύμα, προστάτευε το σπίτι μας. Άρχισα να συλλέγω όποια πληροφορία μπορούσα να βρω, όμως οι σύντροφοι και οι συμπολεμιστές του ήταν, όπως αυτός, ήδη νεκροί. Το ίδιο αργά συνειδητοποίησα ότι η γιαγιά μου, η γυναίκα του, που ποτέ δεν μιλούσε για τίποτε από αυτά, σαν να κουβαλούσε ένα ανεπούλωτο τραύμα που απωθούσε, έφυγε χωρίς να προλάβω ποτέ να τη ρωτήσω, ούτε για αυτόν ούτε για το πώς η ίδια κατόρθωσε μόνη της να ανταποκριθεί στον δυσβάσταχτο ρόλο της ως μοναδικού στυλοβάτη της οικογένειάς της. Η παρούσα διατριβή επιχειρεί να ακολουθήσει τις διαδρομές των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης και των κομμουνιστών και αριστερών πολιτών της εποχής: από τα βουνά, στα απανταχού κάτεργα της εμφυλιακής και μετεμφυλιακής Ελλάδας. Έρχεται να συμπληρώσει τη δουλειά γνωστών ιστορικών, όπως ο Πολυμέρης Βόγλης και η Δήμητρα Λαμπροπούλου, εξετάζοντας βαθύτερα το βίωμα του πολιτικού εγκλεισμού και της εξορίας και εντοπίζοντας τις συνέχειες και τις ασυνέχειες του «ιστορικού αφηγήματος» της Εθνικής Αντίστασης, της φυλακής και της εξορίας. Επίσης, στη διατριβή αυτή επιχειρείται η καλειδοσκοπική αποτύπωση της σταδιακής υποχώρησης και ήττας του κομμουνιστικού κινήματος μέσα από την εμπειρία του πολιτικού εγκλεισμού και της εξορίας, αλλά και η βαθμιαία ύφεση της ισχύος των κατασταλτικών μηχανισμώντου κράτους, ο περιορισμός στην άσκηση υλικής και ψυχολογικής βίας σε βάρος των ιδεολογικών του αντιπάλων, γεγονός που σηματοδοτείται από τη λήξη του Εμφυλίου και την παρεπόμενη προσπάθεια ομαλοποίησης του καθεστώτος. Κομβικής σημασίας στάθηκε το πολυδιάστατο θέμα της αντίστασης, της αυτό-οργάνωσης και της αλληλοβοήθειας των αντιπάλων του καθεστώτος στις φυλακές και τις εξορίες. Χωρίς τις πρακτικές της αυτό-οργάνωσης και της κατανομής έργου, χωρίς τη συστηματική μέριμνα για πολιτική ενημέρωση και πνευματική καλλιέργεια, χωρίς τη διατήρηση υψηλού φρονήματος και ηθικού, στις πιο αντίξοες μάλιστα συνθήκες, θα κλονιζόταν αναπόφευκτα η ατομική αξιοπρέπεια και η ίδια η ταυτότητα των αγωνιστών. Το ερευνητικό υλικό που χρησιμοποιήθηκε για την εκπόνηση της διατριβής είναι τεσσάρων ειδών: αδημοσίευτες μαρτυρίες αγωνιστών της εποχής που συνέλεξε ο ερευνητής χρησιμοποιώντας τις μεθόδους της Προφορικής Ιστορίας, πλούσιο πρωτογενές αρχειακό υλικό, εφημερίδες και περιοδικά, και, τέλος, δευτερογενής βιβλιογραφία. Αναφορικά με τη διαχείριση του ερευνητικού υλικού, οι μαρτυρίες λήφθηκαν με τη μέθοδο της ανοιχτού τύπου συνέντευξης και ελέγχθηκαν, για την εγκυρότητά τους, μέσω της αντιπαραβολής τους με τις δημοσιευμένες αυτοβιογραφίες των αγωνιστών, τη δευτερογενή βιβλιογραφία και τις διαθέσιμεςαρχειακές πηγές, μεγάλο μέρος των οποίων βρέθηκε για πρώτη φορά κάτω από τον εξεταστικό φακό της ιστορικής έρευνας. Η αποτύπωση και η μελέτη του πολιτικού και θεωρητικού λόγου της εποχής, η συνάρτησή του με τις διεθνείς εξελίξεις και, γενικότερα, η ιστορική θεώρηση του ελληνικού και διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος προήλθε από τα έργα των κλασικών μαρξιστών, αλλά και από σύγχρονα θεμελιώδη έργα, όπως ενδεικτικά αυτά των AndrewVincent, Leszek Kolakowski και Gregory Claeys. Η διατριβή διαρθρώνεται σε τρία μέρη. Το πρώτο μέρος απαρτίζεται από μελέτες περίπτωσης και εξετάζει τρεις φυλακές κράτησης και τέσσερις τόπους εξορίας. Η επιλογή των τόπων εξορίας έγινε με γνώμονα την ανάδειξη των χαρακτηριστικότερων διεργασιών που σηματοδοτούν τη σταδιακή υποχώρηση και κάμψη του αγωνιστικού φρονήματος των εξόριστων. Συγκεκριμένα, επιλέγονται οι περιπτώσεις της Ικαρίας, της Γυάρου και της Μακρονήσου. Από την άλλη πλευρά, επιλέγεται η περίπτωση του Αη-Στράτη διότι αποτελεί τον τελευταίο κατά σειρά τόπο εξορίας, αλλά, συγχρόνως, και το πεδίο έντασης και επίτασης της εσωκομματικής διαπάλης στους κόλπους του ΚΚΕ, με καταλυτικής σημασίας γεγονότα, όπως η σύγκληση της 6ης Ολομέλειας και οι αποφάσεις για «εκδημοκρατισμό της δράσης». Αναφορικά με τις φυλακές που επιλέχθηκαν, κριτήριο επιλογής υπήρξε η ανάδειξη των δύο τύπων φυλακής της εμφυλιακής και μετεμφυλιακής Ελλάδας. Για τον λόγο αυτό επιλέχθηκε το γνωστό «Πανοπτικόν» των Φυλακών Κέρκυρας και η ανατολικού τύπου φυλακή-φρούριο του Καλαμιού κοντά στα Χανιά στην Κρήτη (Ιτζεδίν). Επίσης, θέλοντας να αναδείξουμε την έμφυλη διάσταση του πολιτικού εγκλεισμού, αλλά και τη θέση «βιτρίνας» που τους είχε επιφυλαχθεί στο σωφρονιστικό σύστημα της χώρας, επιλέξαμε να μελετήσουμε συστηματικά και τις Φυλακές Αβέρωφ, ως τρίτη ενδεικτική μελέτη περίπτωσης. Το δεύτερο μέρος της διατριβής καταγράφει και αναλύει τις βασικές πτυχές της ζωής και της δράσης των πολιτικών υποκειμένων στη φυλακή και την εξορία. Παρουσιάζονται ουσιώδη στοιχεία και εξάγονται καίρια συμπεράσματα για τη σύνθεση και τη λειτουργία των ομάδων συμβίωσης και των παράνομων κομματικών πυρήνων του ΚΚΕ. Παράλληλα, αναδεικνύεται η διαλεκτική σχέση που υπήρχε στη δράση και τις διεκδικήσεις τους. Επίσης σκιαγραφείται η κοινωνική ζωή της ομάδας συμβίωσης, τόσο στον στενό της πυρήνα όσο και σε σχέση με άλλες κοινωνικές ομάδες στους τόπους εξορίας και εγκλεισμού. Τέλος, επιχειρείται να εικονογραφηθεί το πολύχρωμο ψηφιδωτό του συναισθηματικού βιώματος της φυλακής και της εξορίας, αλλά και η απήχησή του στην κοινή και οργανωμένη ζωή, καθώς και στην πολιτική ταυτότητα των εξόριστων και των φυλακισμένων. Σημαντικό εύρημα του δεύτερου μέρους, αποτελεί επίσης και η απόπειρα ιχνιλασίας των συνεχειών και των τομών της πανανθρώπινης εμπειρίας του πολιτικού εγκλεισμού, που ξεκινά, στις αρχές του 20ου αιώνα από στρατόπεδα, όπως αυτό της Γερμανικής αποικιοκρατίας, στο Νησί του Καρχαρία στη νοτιο-δυτική Αφρική, όπου εγκατέστησαν 1700 περίπου αυτόχθονες Χερέρος και Νάμα. Γρήγορα το στρατόπεδο συγκέντρωσης και καταναγκαστικής εργασίας μετατράπηκε σε στρατόπεδο εξόντωσης αφού σε αυτό εξοντώθηκε το 80% των εξορίστων. Το τρίτο μέρος της διατριβής αποτελείται από ένα εκτενές παράρτημα στατιστικών στοιχείων τα οποία καταγράφουν τον πληθυσμό των φυλακών και των τόπων εξορίας, το βιοτικόεπίπεδο των εκτοπισμένων και των εγκλείστων, τους δείκτες νοσηρότητας και τις ασθένειες που τους πλήττουν, όπως επίσης τον τρόπο με τον οποίο οι συνθήκες ζωής, η συστηματική άσκηση βίας, οι ταπεινώσεις και οι εξευτελισμοί και η φτωχή και προβληματική διατροφή επέδρασαν καθοριστικά στον κλονισμό της υγείας των πολιτικών κρατουμένων και των εξορίστων. Ειδικότερα, η διατριβή εξετάζει το ζήτημα της επίμαχης και τραυματικής μνήμης από την πλευρά των «θυμάτων» ή των «ηρώων-μαρτύρων» του κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Κυρίως όμως διερευνά τη σημασία της μαρτυρίας τόσο ως γνωστικής διεργασίας όσο και ως μηχανισμού επεξεργασίας του ατομικού και του ιστορικού τραύματος, λαμβάνοντας πάντα υπόψη την πρωταρχική και σημαντική διάσταση ανάμεσα στη βιωμένη εμπειρία της βίας και τη δευτερογενή αφήγησή της, όπως θεμελιώνεται από τον Reinhart Kosseleck. Παράλληλα, η διατριβή αυτή συμβάλλει στη διεύρυνση του ορίζοντα των πηγών που μπορούν να αξιοποιηθούν για τη μελέτη του Εμφυλίου πολέμου και του συμφυούς πολιτικού καταναγκασμού, δεδομένου ότι συλλέγει και χρησιμοποιεί 20 νέες και αδημοσίευτες μαρτυρίες, οι οποίες είτε συμπληρώνουν είτε ανατρέπουν εδραιωμένες απόψεις στη συναφή ιστοριογραφία. Τέλος, η διατριβή αυτή συνεχίζει και εξειδικεύει τις περιπτωσιολογικές ή συστηματικές εργασίες άλλων ερευνητών. Συγκεκριμένα, από τη μια πλευρά, ιχνηλατεί το καθημερινό και συγκεκριμένο της ύπαρξης και της δράσης του πολιτικού υποκειμένου σε ακραίες συνθήκες βίας, εκτοπισμού και εγκλεισμού. Από την άλλη, εντοπίζει σημαντικές ασυνέχειες και τομές στις κοινωνικές και ψυχολογικές εργασίες που διερευνούν το ζήτημα του τραύματος και της μνήμης του ελληνικού Εμφυλίου. Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, σημαντικό μέρος του ερευνητικού υλικού της διατριβής αποτελούν μαρτυρίες πρώην πολιτικών κρατουμένων και εξορίστων, αλλά και μαρτυρίες που ήδη έχουν δημοσιευτεί σε βιβλία, εφημερίδες και περιοδικές εκδόσεις. Σημαντική διαπίστωση για τη δεύτερη κατηγορία των μαρτυριών αποτελεί ότι αυτές ανήκουν σε μια πρώιμη φάση συλλογής μαρτυριών για τον Εμφύλιο και είχαν ως πρωταρχική στόχευση τη κατάλυση της σιωπής και την επαναφορά του απωθημένου. Άλλη σημαντική διαπίστωση αποτελεί το γεγονός ότι η μνήμη για την εξορία και τη φυλακή κατά την περίοδο του Εμφυλίου αποτελεί τμήμα μιας ευρύτερης μνήμης που ξεκινά από την Εθνική Αντίσταση και εκτείνεται έως τη Δικτατορία των Συνταγματαρχών. Αποτελεί δηλαδή κρίκο μιας ιστορικής και νοηματικής αλληλουχίας, μιας μνημονικής γενεαλογίας, μιας αντι-μνήμης, που έρχεται να αμφισβητήσει τη δεσπόζουσα έως το 1982 τουλάχιστον αφήγηση. Ειδικά, η ατομική μνήμη αποτελεί εμφανώς οργανικό τμήμα της ευρύτερης συλλογικής μνήμης της Αριστεράς, για την υπό εξέταση περίοδο, δεδομένου ότι βρίσκεται σε μια αέναη συνάρτηση μαζί της, λόγω του κοινωνιοκεντρικού της χαρακτήρα. Παρά ταύτα, στη συλλογική μνήμη του Εμφυλίου εντοπίζεται ένας βαθύς διαχωρισμός, που προέκυψε από τις αποκλίνουσες αναγνώσεις του παρελθόντος και τις αναπλαισιώσεις - ανανοηματοδοτήσεις της βιωμένης εμπειρίας, με βάση τις διασπάσεις της ελληνικής Αριστεράς κατά τις δεκαετίες του ’60, του ’70 και του ’80. Παρατηρείται δηλαδή ότι οι διαφορετικές συλλογικότητες των επιζώντων αγωνιστών της περιόδου συγκροτούν αποκλίνουσες ερμηνείες ανακυκλώνοντας τα οδυνηρά βιώματα, την προσωπική μνήμη των μελών τους και το συλλογικό τραύμα. Ωστόσο, σημαντικές ομοιότητες παραμένουν στον τρόπο που διάφορες κοινότητες μνήμης αντιμετωπίζουν το τραυματικό παρελθόν. Πάντως, η δικαίωση και η ματαίωση συνθέτουν τα δύο άκρα του εκκρεμούς της ιστορικής πρόσληψης. Κυριότερες από τις ομοιότητες αυτές είναι η ανάδειξη της ενιαίας και ανυποχώρητης αντίστασης των κομμουνιστών και αγωνιστών του Εμφυλίου, η ηθική τους ανωτερότητα έναντι του ιδεολογικο-πολιτικού αντιπάλου, αλλά και η κατευθυνόμενη λήθη, μια μορφή απώθησης και αμνησίας, που σκιάζει καίριας σημασίας πτυχές του παρελθόντος, όπως οι «δηλωσίες», το ΕΤΑΞ, οι ιδεολογικές συγκρούσεις στους κόλπους του κινήματος και οι έριδες και οι διενέξεις της καθημερινής ζωής στους τόπους εξορίας. Σημαντικές ενδείξεις «εμφύτευσης μνήμης» εντοπίζονται στις μαρτυρίες που συνέλεξε ο συγγραφέας της διατριβής, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό ώστε να αλλοιώνεται σημαντικά η ιστορικότητά τους. Για παράδειγμα, πολλοί πρώην εξόριστοι θυμούνται λανθασμένα πως βρίσκονταν στη Μακρόνησο μαζί με το Γιάννη Ρίτσο ή το Μάνο Κατράκη, ή ότι υπέστησαν βασανιστήρια, που διενεργούνταν όμως μόνο στους κλωβούς της απομόνωσης. Αναγνωρίζοντας τις σημαντικές αδυναμίες της πρώιμης φάσης συλλογής μαρτυριών για τον Εμφύλιο στην Ελλάδα, αλλά και τη σημαντική προσθήκη του Βασίλη Δαλκαβούκη για την επίδραση των βιβλίων και των άλλων αναγνωσμάτων στον τρόπο συγκρότησης και ανανοηματοδότησης της μνήμης, η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε για τη συλλογή των μαρτυριών είναι αυτή των ανοιχτού τύπου κατευθυνόμενων ερωτήσεων, ώστε να ανασύρονται όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες. Συνόδευσα τις συνεντεύξεις με φωτογραφίες εποχής και αρχειακό υλικό που δινόταν στον συνεντευξιαζόμενο, ώστε να υποβοηθείται η μνημονική ανάκληση-ενθύμηση, ενώ, παράλληλα, ακολουθήθηκε και η αντίστροφη τακτική, δηλαδή η αποδοχή του αιτήματός μου να δείξουν εκούσια οι ίδιοι τις φωτογραφίες και τα κειμήλια που έχουν διαφυλάξει από την εποχή εκείνη και να μιλήσουν με αφορμή αυτά παράγοντας νέο νόημα ή ανασύροντας εγκαθιδρυμένες απόψεις. Παρατηρήθηκε επίσης, ότι η μακρά παραμονή στο χώρο του συνεντευξιαζόμενου, η αποδοχή ενός κεράσματος κτλ. βοήθησαν στις περισσότερες περιπτώσεις τον μάρτυρα να νιώσει οικεία και να ανοιχτεί περισσότερο στη συζήτηση. Κοινό χαρακτηριστικό σχεδόν όλων των μαρτυριών είναι ότι αυτές ακολουθούν το μοτίβο του «αφηγήματος ζωής», ξεκινώντας από τη γέννηση του μάρτυρα και τελειώνοντας στη Δικτατορία των Συνταγματαρχών, εάν είχε εκτοπιστεί και από τη Δικτατορία, ή στην οριστική του απόλυση ή αποφυλάκιση. Είναι σημαντικό το «αφήγημα ζωής» να συνεχίζεται με τις ελάχιστες δυνατές διακοπές, καθώς φαίνεται πως κάτι τέτοιο βοηθά στην ανασύνταξη της μνήμης και στην ανάκληση λεπτομερειών. Η επιστροφή σε θέματα που ενδιαφέρουν περισσότερο τον ερευνητή μπορεί να γίνει, μόνο αφού ολοκληρωθεί η αφήγηση. Τέλος, σημαντική παρατήρηση σε σχέση με τις συλλεγείσες μαρτυρίες αποτελεί το γεγονός ότι κάθε μάρτυρας φαίνεται πως προτιμά τις αυτοβιογραφίες των ιδεολογικών του συντρόφων, την ευθυγράμμιση με τον μνημονικό κανόνα και το εδραιωμένο αφήγημα, παρά όσων ακολούθησαν διαφορετική πολιτική πορεία από αυτόν/αυτή. Παρά το γεγονός ότι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, το αφηγηματικό μοτίβο είναι σχεδόν το ίδιο σε όλες τις αυτοβιογραφίες που έχουν δημοσιευτεί και στις ανέκδοτες μαρτυρίες, άτομα που μετά τη ρήξη του 1968 εντάχθηκαν στο ΚΚΕ Εσωτερικού, για παράδειγμα, κρίνουν ως αξιολογότερες τις αυτοβιογραφίες και τα βιβλία των συντρόφων τους, παρά όσων παρέμειναν στις τάξεις του ΚΚΕ.
Μεγάλο μέρος από τα παιδικά μου χρόνια το πέρασα στο σπίτι των παππούδων μου στην Αμφιλοχία Αιτωλοακαρνανίας. Ήταν ένα σπίτι περίπου 150 ετών με εμφανή τα σημάδια του χρόνου, ιδιαίτερα τρομακτικό για ένα παιδί και πιο πολύ τις νύχτες που έβρεχε. Ο τρόπος για να μη φοβάμαι να κοιμηθώ μόνος μου βρέθηκε από τον πατέρα μου όταν άρχισε να μου μιλά για τον δικό του πατέρα. Το σπίτι λοιπόν αυτό δεν ήταν απλώς ένα παλιό σπίτι, αλλά το σπίτι του παππού μου του αντάρτη του ΕΛΑΣ, που κανείς δεν θα τολμούσε να το πλησιάσει. Σταδιακά, αυτές οι αφηγήσεις σχηματοποιήθηκαν και αποτέλεσαν ένα κράμα μαζί με άλλες εικόνες από τη ζωή του παππού μουπου ήταν γεμάτη από ιδανικά, οραματισμούς, αγωνιστικότητα, βάσανα, οδύνη, αλλά και αταλάντευτη πίστη στο δίκαιο του αγώνα που υπηρετούσε με όλες του τις δυνάμεις ως πατριώτης κομμουνιστής: Αλβανικό μέτωπο, Εθνική Αντίσταση, ΕΛΑΣ, εξορία στην Ικαρία και στη Γυάρο. Ο παππούς είχε γίνει ο ήρωάς μου. Ωστόσο, καθώς μεγάλωνα, οι ερωτήσεις που διατύπωνα δεν έβρισκαν ουσιαστικές αντιστοιχίες στις απαντήσεις που μου δίνονταν. Γιατί και πώς εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ; Ποια θέση είχε; Πού πολέμησε; Γιατί και πώς οργανώθηκε στο ΚΚΕ; Πέρα από δυο-τρεις φωτογραφίες του με τη στολή του αντάρτη, όλα του τα υπόλοιπα έγγραφα καθώς και τα βιβλία του κάηκαν το 1967 από τη γιαγιά μου σε μια κίνηση πανικού, επειδή φοβήθηκε τις ούτως ή άλλως αναμενόμενες νέες διώξεις. Έτσι ξεκίνησα να διαβάζω για να γνωρίσω και να κατανοήσω τις διαδρομές του παππού που δεν γνώρισα, αλλά που όμως, σαν άλλος φύλακας-άγγελος ή αγαθοποιό πνεύμα, προστάτευε το σπίτι μας. Άρχισα να συλλέγω όποια πληροφορία μπορούσα να βρω, όμως οι σύντροφοι και οι συμπολεμιστές του ήταν, όπως αυτός, ήδη νεκροί. Το ίδιο αργά συνειδητοποίησα ότι η γιαγιά μου, η γυναίκα του, που ποτέ δεν μιλούσε για τίποτε από αυτά, σαν να κουβαλούσε ένα ανεπούλωτο τραύμα που απωθούσε, έφυγε χωρίς να προλάβω ποτέ να τη ρωτήσω, ούτε για αυτόν ούτε για το πώς η ίδια κατόρθωσε μόνη της να ανταποκριθεί στον δυσβάσταχτο ρόλο της ως μοναδικού στυλοβάτη της οικογένειάς της. Η παρούσα διατριβή επιχειρεί να ακολουθήσει τις διαδρομές των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης και των κομμουνιστών και αριστερών πολιτών της εποχής: από τα βουνά, στα απανταχού κάτεργα της εμφυλιακής και μετεμφυλιακής Ελλάδας. Έρχεται να συμπληρώσει τη δουλειά γνωστών ιστορικών, όπως ο Πολυμέρης Βόγλης και η Δήμητρα Λαμπροπούλου, εξετάζοντας βαθύτερα το βίωμα του πολιτικού εγκλεισμού και της εξορίας και εντοπίζοντας τις συνέχειες και τις ασυνέχειες του «ιστορικού αφηγήματος» της Εθνικής Αντίστασης, της φυλακής και της εξορίας. Επίσης, στη διατριβή αυτή επιχειρείται η καλειδοσκοπική αποτύπωση της σταδιακής υποχώρησης και ήττας του κομμουνιστικού κινήματος μέσα από την εμπειρία του πολιτικού εγκλεισμού και της εξορίας, αλλά και η βαθμιαία ύφεση της ισχύος των κατασταλτικών μηχανισμώντου κράτους, ο περιορισμός στην άσκηση υλικής και ψυχολογικής βίας σε βάρος των ιδεολογικών του αντιπάλων, γεγονός που σηματοδοτείται από τη λήξη του Εμφυλίου και την παρεπόμενη προσπάθεια ομαλοποίησης του καθεστώτος. Κομβικής σημασίας στάθηκε το πολυδιάστατο θέμα της αντίστασης, της αυτό-οργάνωσης και της αλληλοβοήθειας των αντιπάλων του καθεστώτος στις φυλακές και τις εξορίες. Χωρίς τις πρακτικές της αυτό-οργάνωσης και της κατανομής έργου, χωρίς τη συστηματική μέριμνα για πολιτική ενημέρωση και πνευματική καλλιέργεια, χωρίς τη διατήρηση υψηλού φρονήματος και ηθικού, στις πιο αντίξοες μάλιστα συνθήκες, θα κλονιζόταν αναπόφευκτα η ατομική αξιοπρέπεια και η ίδια η ταυτότητα των αγωνιστών. Το ερευνητικό υλικό που χρησιμοποιήθηκε για την εκπόνηση της διατριβής είναι τεσσάρων ειδών: αδημοσίευτες μαρτυρίες αγωνιστών της εποχής που συνέλεξε ο ερευνητής χρησιμοποιώντας τις μεθόδους της Προφορικής Ιστορίας, πλούσιο πρωτογενές αρχειακό υλικό, εφημερίδες και περιοδικά, και, τέλος, δευτερογενής βιβλιογραφία. Αναφορικά με τη διαχείριση του ερευνητικού υλικού, οι μαρτυρίες λήφθηκαν με τη μέθοδο της ανοιχτού τύπου συνέντευξης και ελέγχθηκαν, για την εγκυρότητά τους, μέσω της αντιπαραβολής τους με τις δημοσιευμένες αυτοβιογραφίες των αγωνιστών, τη δευτερογενή βιβλιογραφία και τις διαθέσιμεςαρχειακές πηγές, μεγάλο μέρος των οποίων βρέθηκε για πρώτη φορά κάτω από τον εξεταστικό φακό της ιστορικής έρευνας. Η αποτύπωση και η μελέτη του πολιτικού και θεωρητικού λόγου της εποχής, η συνάρτησή του με τις διεθνείς εξελίξεις και, γενικότερα, η ιστορική θεώρηση του ελληνικού και διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος προήλθε από τα έργα των κλασικών μαρξιστών, αλλά και από σύγχρονα θεμελιώδη έργα, όπως ενδεικτικά αυτά των AndrewVincent, Leszek Kolakowski και Gregory Claeys. Η διατριβή διαρθρώνεται σε τρία μέρη. Το πρώτο μέρος απαρτίζεται από μελέτες περίπτωσης και εξετάζει τρεις φυλακές κράτησης και τέσσερις τόπους εξορίας. Η επιλογή των τόπων εξορίας έγινε με γνώμονα την ανάδειξη των χαρακτηριστικότερων διεργασιών που σηματοδοτούν τη σταδιακή υποχώρηση και κάμψη του αγωνιστικού φρονήματος των εξόριστων. Συγκεκριμένα, επιλέγονται οι περιπτώσεις της Ικαρίας, της Γυάρου και της Μακρονήσου. Από την άλλη πλευρά, επιλέγεται η περίπτωση του Αη-Στράτη διότι αποτελεί τον τελευταίο κατά σειρά τόπο εξορίας, αλλά, συγχρόνως, και το πεδίο έντασης και επίτασης της εσωκομματικής διαπάλης στους κόλπους του ΚΚΕ, με καταλυτικής σημασίας γεγονότα, όπως η σύγκληση της 6ης Ολομέλειας και οι αποφάσεις για «εκδημοκρατισμό της δράσης». Αναφορικά με τις φυλακές που επιλέχθηκαν, κριτήριο επιλογής υπήρξε η ανάδειξη των δύο τύπων φυλακής της εμφυλιακής και μετεμφυλιακής Ελλάδας. Για τον λόγο αυτό επιλέχθηκε το γνωστό «Πανοπτικόν» των Φυλακών Κέρκυρας και η ανατολικού τύπου φυλακή-φρούριο του Καλαμιού κοντά στα Χανιά στην Κρήτη (Ιτζεδίν). Επίσης, θέλοντας να αναδείξουμε την έμφυλη διάσταση του πολιτικού εγκλεισμού, αλλά και τη θέση «βιτρίνας» που τους είχε επιφυλαχθεί στο σωφρονιστικό σύστημα της χώρας, επιλέξαμε να μελετήσουμε συστηματικά και τις Φυλακές Αβέρωφ, ως τρίτη ενδεικτική μελέτη περίπτωσης. Το δεύτερο μέρος της διατριβής καταγράφει και αναλύει τις βασικές πτυχές της ζωής και της δράσης των πολιτικών υποκειμένων στη φυλακή και την εξορία. Παρουσιάζονται ουσιώδη στοιχεία και εξάγονται καίρια συμπεράσματα για τη σύνθεση και τη λειτουργία των ομάδων συμβίωσης και των παράνομων κομματικών πυρήνων του ΚΚΕ. Παράλληλα, αναδεικνύεται η διαλεκτική σχέση που υπήρχε στη δράση και τις διεκδικήσεις τους. Επίσης σκιαγραφείται η κοινωνική ζωή της ομάδας συμβίωσης, τόσο στον στενό της πυρήνα όσο και σε σχέση με άλλες κοινωνικές ομάδες στους τόπους εξορίας και εγκλεισμού. Τέλος, επιχειρείται να εικονογραφηθεί το πολύχρωμο ψηφιδωτό του συναισθηματικού βιώματος της φυλακής και της εξορίας, αλλά και η απήχησή του στην κοινή και οργανωμένη ζωή, καθώς και στην πολιτική ταυτότητα των εξόριστων και των φυλακισμένων. Σημαντικό εύρημα του δεύτερου μέρους, αποτελεί επίσης και η απόπειρα ιχνιλασίας των συνεχειών και των τομών της πανανθρώπινης εμπειρίας του πολιτικού εγκλεισμού, που ξεκινά, στις αρχές του 20ου αιώνα από στρατόπεδα, όπως αυτό της Γερμανικής αποικιοκρατίας, στο Νησί του Καρχαρία στη νοτιο-δυτική Αφρική, όπου εγκατέστησαν 1700 περίπου αυτόχθονες Χερέρος και Νάμα. Γρήγορα το στρατόπεδο συγκέντρωσης και καταναγκαστικής εργασίας μετατράπηκε σε στρατόπεδο εξόντωσης αφού σε αυτό εξοντώθηκε το 80% των εξορίστων. Το τρίτο μέρος της διατριβής αποτελείται από ένα εκτενές παράρτημα στατιστικών στοιχείων τα οποία καταγράφουν τον πληθυσμό των φυλακών και των τόπων εξορίας, το βιοτικόεπίπεδο των εκτοπισμένων και των εγκλείστων, τους δείκτες νοσηρότητας και τις ασθένειες που τους πλήττουν, όπως επίσης τον τρόπο με τον οποίο οι συνθήκες ζωής, η συστηματική άσκηση βίας, οι ταπεινώσεις και οι εξευτελισμοί και η φτωχή και προβληματική διατροφή επέδρασαν καθοριστικά στον κλονισμό της υγείας των πολιτικών κρατουμένων και των εξορίστων. Ειδικότερα, η διατριβή εξετάζει το ζήτημα της επίμαχης και τραυματικής μνήμης από την πλευρά των «θυμάτων» ή των «ηρώων-μαρτύρων» του κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Κυρίως όμως διερευνά τη σημασία της μαρτυρίας τόσο ως γνωστικής διεργασίας όσο και ως μηχανισμού επεξεργασίας του ατομικού και του ιστορικού τραύματος, λαμβάνοντας πάντα υπόψη την πρωταρχική και σημαντική διάσταση ανάμεσα στη βιωμένη εμπειρία της βίας και τη δευτερογενή αφήγησή της, όπως θεμελιώνεται από τον Reinhart Kosseleck. Παράλληλα, η διατριβή αυτή συμβάλλει στη διεύρυνση του ορίζοντα των πηγών που μπορούν να αξιοποιηθούν για τη μελέτη του Εμφυλίου πολέμου και του συμφυούς πολιτικού καταναγκασμού, δεδομένου ότι συλλέγει και χρησιμοποιεί 20 νέες και αδημοσίευτες μαρτυρίες, οι οποίες είτε συμπληρώνουν είτε ανατρέπουν εδραιωμένες απόψεις στη συναφή ιστοριογραφία. Τέλος, η διατριβή αυτή συνεχίζει και εξειδικεύει τις περιπτωσιολογικές ή συστηματικές εργασίες άλλων ερευνητών. Συγκεκριμένα, από τη μια πλευρά, ιχνηλατεί το καθημερινό και συγκεκριμένο της ύπαρξης και της δράσης του πολιτικού υποκειμένου σε ακραίες συνθήκες βίας, εκτοπισμού και εγκλεισμού. Από την άλλη, εντοπίζει σημαντικές ασυνέχειες και τομές στις κοινωνικές και ψυχολογικές εργασίες που διερευνούν το ζήτημα του τραύματος και της μνήμης του ελληνικού Εμφυλίου. Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, σημαντικό μέρος του ερευνητικού υλικού της διατριβής αποτελούν μαρτυρίες πρώην πολιτικών κρατουμένων και εξορίστων, αλλά και μαρτυρίες που ήδη έχουν δημοσιευτεί σε βιβλία, εφημερίδες και περιοδικές εκδόσεις. Σημαντική διαπίστωση για τη δεύτερη κατηγορία των μαρτυριών αποτελεί ότι αυτές ανήκουν σε μια πρώιμη φάση συλλογής μαρτυριών για τον Εμφύλιο και είχαν ως πρωταρχική στόχευση τη κατάλυση της σιωπής και την επαναφορά του απωθημένου. Άλλη σημαντική διαπίστωση αποτελεί το γεγονός ότι η μνήμη για την εξορία και τη φυλακή κατά την περίοδο του Εμφυλίου αποτελεί τμήμα μιας ευρύτερης μνήμης που ξεκινά από την Εθνική Αντίσταση και εκτείνεται έως τη Δικτατορία των Συνταγματαρχών. Αποτελεί δηλαδή κρίκο μιας ιστορικής και νοηματικής αλληλουχίας, μιας μνημονικής γενεαλογίας, μιας αντι-μνήμης, που έρχεται να αμφισβητήσει τη δεσπόζουσα έως το 1982 τουλάχιστον αφήγηση. Ειδικά, η ατομική μνήμη αποτελεί εμφανώς οργανικό τμήμα της ευρύτερης συλλογικής μνήμης της Αριστεράς, για την υπό εξέταση περίοδο, δεδομένου ότι βρίσκεται σε μια αέναη συνάρτηση μαζί της, λόγω του κοινωνιοκεντρικού της χαρακτήρα. Παρά ταύτα, στη συλλογική μνήμη του Εμφυλίου εντοπίζεται ένας βαθύς διαχωρισμός, που προέκυψε από τις αποκλίνουσες αναγνώσεις του παρελθόντος και τις αναπλαισιώσεις - ανανοηματοδοτήσεις της βιωμένης εμπειρίας, με βάση τις διασπάσεις της ελληνικής Αριστεράς κατά τις δεκαετίες του ’60, του ’70 και του ’80. Παρατηρείται δηλαδή ότι οι διαφορετικές συλλογικότητες των επιζώντων αγωνιστών της περιόδου συγκροτούν αποκλίνουσες ερμηνείες ανακυκλώνοντας τα οδυνηρά βιώματα, την προσωπική μνήμη των μελών τους και το συλλογικό τραύμα. Ωστόσο, σημαντικές ομοιότητες παραμένουν στον τρόπο που διάφορες κοινότητες μνήμης αντιμετωπίζουν το τραυματικό παρελθόν. Πάντως, η δικαίωση και η ματαίωση συνθέτουν τα δύο άκρα του εκκρεμούς της ιστορικής πρόσληψης. Κυριότερες από τις ομοιότητες αυτές είναι η ανάδειξη της ενιαίας και ανυποχώρητης αντίστασης των κομμουνιστών και αγωνιστών του Εμφυλίου, η ηθική τους ανωτερότητα έναντι του ιδεολογικο-πολιτικού αντιπάλου, αλλά και η κατευθυνόμενη λήθη, μια μορφή απώθησης και αμνησίας, που σκιάζει καίριας σημασίας πτυχές του παρελθόντος, όπως οι «δηλωσίες», το ΕΤΑΞ, οι ιδεολογικές συγκρούσεις στους κόλπους του κινήματος και οι έριδες και οι διενέξεις της καθημερινής ζωής στους τόπους εξορίας. Σημαντικές ενδείξεις «εμφύτευσης μνήμης» εντοπίζονται στις μαρτυρίες που συνέλεξε ο συγγραφέας της διατριβής, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό ώστε να αλλοιώνεται σημαντικά η ιστορικότητά τους. Για παράδειγμα, πολλοί πρώην εξόριστοι θυμούνται λανθασμένα πως βρίσκονταν στη Μακρόνησο μαζί με το Γιάννη Ρίτσο ή το Μάνο Κατράκη, ή ότι υπέστησαν βασανιστήρια, που διενεργούνταν όμως μόνο στους κλωβούς της απομόνωσης. Αναγνωρίζοντας τις σημαντικές αδυναμίες της πρώιμης φάσης συλλογής μαρτυριών για τον Εμφύλιο στην Ελλάδα, αλλά και τη σημαντική προσθήκη του Βασίλη Δαλκαβούκη για την επίδραση των βιβλίων και των άλλων αναγνωσμάτων στον τρόπο συγκρότησης και ανανοηματοδότησης της μνήμης, η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε για τη συλλογή των μαρτυριών είναι αυτή των ανοιχτού τύπου κατευθυνόμενων ερωτήσεων, ώστε να ανασύρονται όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες. Συνόδευσα τις συνεντεύξεις με φωτογραφίες εποχής και αρχειακό υλικό που δινόταν στον συνεντευξιαζόμενο, ώστε να υποβοηθείται η μνημονική ανάκληση-ενθύμηση, ενώ, παράλληλα, ακολουθήθηκε και η αντίστροφη τακτική, δηλαδή η αποδοχή του αιτήματός μου να δείξουν εκούσια οι ίδιοι τις φωτογραφίες και τα κειμήλια που έχουν διαφυλάξει από την εποχή εκείνη και να μιλήσουν με αφορμή αυτά παράγοντας νέο νόημα ή ανασύροντας εγκαθιδρυμένες απόψεις. Παρατηρήθηκε επίσης, ότι η μακρά παραμονή στο χώρο του συνεντευξιαζόμενου, η αποδοχή ενός κεράσματος κτλ. βοήθησαν στις περισσότερες περιπτώσεις τον μάρτυρα να νιώσει οικεία και να ανοιχτεί περισσότερο στη συζήτηση. Κοινό χαρακτηριστικό σχεδόν όλων των μαρτυριών είναι ότι αυτές ακολουθούν το μοτίβο του «αφηγήματος ζωής», ξεκινώντας από τη γέννηση του μάρτυρα και τελειώνοντας στη Δικτατορία των Συνταγματαρχών, εάν είχε εκτοπιστεί και από τη Δικτατορία, ή στην οριστική του απόλυση ή αποφυλάκιση. Είναι σημαντικό το «αφήγημα ζωής» να συνεχίζεται με τις ελάχιστες δυνατές διακοπές, καθώς φαίνεται πως κάτι τέτοιο βοηθά στην ανασύνταξη της μνήμης και στην ανάκληση λεπτομερειών. Η επιστροφή σε θέματα που ενδιαφέρουν περισσότερο τον ερευνητή μπορεί να γίνει, μόνο αφού ολοκληρωθεί η αφήγηση. Τέλος, σημαντική παρατήρηση σε σχέση με τις συλλεγείσες μαρτυρίες αποτελεί το γεγονός ότι κάθε μάρτυρας φαίνεται πως προτιμά τις αυτοβιογραφίες των ιδεολογικών του συντρόφων, την ευθυγράμμιση με τον μνημονικό κανόνα και το εδραιωμένο αφήγημα, παρά όσων ακολούθησαν διαφορετική πολιτική πορεία από αυτόν/αυτή. Παρά το γεγονός ότι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, το αφηγηματικό μοτίβο είναι σχεδόν το ίδιο σε όλες τις αυτοβιογραφίες που έχουν δημοσιευτεί και στις ανέκδοτες μαρτυρίες, άτομα που μετά τη ρήξη του 1968 εντάχθηκαν στο ΚΚΕ Εσωτερικού, για παράδειγμα, κρίνουν ως αξιολογότερες τις αυτοβιογραφίες και τα βιβλία των συντρόφων τους, παρά όσων παρέμειναν στις τάξεις του ΚΚΕ.
scite is a Brooklyn-based organization that helps researchers better discover and understand research articles through Smart Citations–citations that display the context of the citation and describe whether the article provides supporting or contrasting evidence. scite is used by students and researchers from around the world and is funded in part by the National Science Foundation and the National Institute on Drug Abuse of the National Institutes of Health.
hi@scite.ai
10624 S. Eastern Ave., Ste. A-614
Henderson, NV 89052, USA
Copyright © 2024 scite LLC. All rights reserved.
Made with 💙 for researchers
Part of the Research Solutions Family.