Σκοπός της διατριβής ήταν να διερευνηθεί η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας σε ενήλικες μετανάστες/ριες-πρόσφυγες στο πλαίσιο δομών μη-τυπικής εκπαίδευσης και να συζητηθεί ο βαθμός που αυτή ανταποκρίνεται στις ανάγκες των εκπαιδευόμενων με μεταναστευτική εμπειρία. Διερευνήθηκε ο βαθμός αξιοποίησης εκ μέρους των εκπαιδευτών/τριών της υβριδικής ταυτότητας των εκπαιδευομένων και οι παράγοντες που ώθησαν τη συμμετοχή των μεταναστών/τριών και προσφύγων στην παρακολούθηση των μαθημάτων στις συγκεκριμένες δομές. Παράλληλα διερευνήθηκαν τα κίνητρα των εκπαιδευτών/τριών που διδάσκουν σε αυτές και η γλωσσοδιδακτική τους προσέγγιση αναφορικά με τη διδασκαλία της ελληνικής ως Γ2. Η έρευνα βασίστηκε σε ποιοτικές μεθόδους ανάλυσης δεδομένων, αξιοποιώντας δεδομένα από ημι-δομημένες συνεντεύξεις με εκπαιδευτές/τριες και εκπαιδευόμενους/ες, από την παρατήρηση διδασκαλιών σε δομές μη-τυπικής εκπαίδευσης και από το ερευνητικό ημερολόγιο της ερευνήτριας αναφορικά με θέματα της ερευνητικής και διδακτικής διαδικασίας. Τα αποτελέσματα της έρευνας αναδεικνύουν την ιδιαίτερα θετική ανταπόκριση των εκπαιδευομένων στον τρόπο οργάνωσης/πραγματοποίησης της διδασκαλίας ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας σε δομές μη-τυπικής εκπαίδευσης. Ο ρόλος των εκπαιδευτών/τριών στις εν λόγω δομές είναι πολύ φιλικός απέναντι στους εκπαιδευόμενους και τα κίνητρα που τους/τις ωθούν στην εθελοντική προσφορά μαθημάτων είναι κυρίως ιδεολογικής και προσωπικής φύσης. Οι διδακτικές μέθοδοι που χρησιμοποιούν είναι μείγμα από διάφορες προσεγγίσεις, κυρίως δομικές και κειμενοκεντρικές. Δεν διαφάνηκε ιδιαίτερη αξιοποίηση του γλωσσικού κεφαλαίου των εκπαιδευομένων, της κουλτούρας τους ή της ταυτότητάς τους κατά τη διεξαγωγή των μαθημάτων, όμως λαμβάνονται υπόψη ψυχολογικοί παράγοντες που εμπλέκονται στη διδασκαλία της δεύτερης γλώσσας και επιδιώκεται η δημιουργία φιλικού κλίματος, στοιχείο που εκλαμβάνεται πολύ θετικά από τους/τις εκπαιδευόμενους/ες. Επίσης, λαμβάνεται υπόψη η επένδυση των μαθητών/τριών στην εκμάθηση της δεύτερης γλώσσας και επιδιώκεται η δημιουργία κοινότητας και ενός τρίτου χώρου στην τάξη, όπου οι εκπαιδευόμενοι/ες αλληλεπιδρούν κοινωνικά με φυσικούς ομιλητές και με άλλους/ες με μεταναστευτική εμπειρία. Τα κίνητρα που ωθούν τους/τις εκπαιδευόμενους/ες στην παρακολούθηση των μαθημάτων στις συγκεκριμένες δομές είναι κατά βάση εργαλειακά, γνωστικά, κοινωνικά/ενσωματωτικά/διαπροσωπικά, εκπαιδευτικά, πρακτικά και συναισθηματικά. Θεωρούν ότι η γνώση της γλώσσας-στόχου συντελεί στην επαγγελματική τους αποκατάσταση, στην απόκτηση μεγαλύτερης αυτοπεποίθησης και στη διευκόλυνση της ένταξής τους, συνεπώς επενδύουν τον ελεύθερο χρόνο τους στην παρακολούθηση των μαθημάτων. Αυτή η επένδυση σχετίζεται άμεσα με την ταυτότητα που δομούν οι εκπαιδευόμενοι/ες ως μετανάστες/τριες-πρόσφυγες μαθητές/τριες. Επιπροσθέτως, η κοινωνικοποίηση σε διαφορετικά περιβάλλοντα συνεπάγεται τη δημιουργία μιας υβριδικής ταυτότητας σε έναν τρίτο χώρο, όπου επικρατεί φιλικό κλίμα και τα άτομα μοιράζονται κοινές εμπειρίες και στόχους.