Η προσπάθεια εξισορρόπησης κοινωνικών και οικονομικών συμφερόντων ήταν πάντοτε ένα κρίσιμο ζήτημα αναφορικά με τη μετά-αγωνιστική χρήση των ολυμπιακών εγκαταστάσεων. Ο σχεδιασμός, η κατασκευή, αλλά και η επιλογή του είδους της μετά- αγωνιστικής χρήσης μιας εγκατάστασης είναι ένα κοινωνικοοικονομικό και κυρίως ένα πολιτικό θέμα, καθώς αφορά στον τρόπο που το κοινωνικό σύνολο κληρονομεί επενδυτικά αγαθά και περιουσιακά στοιχεία από τις μεγάλες αθλητικές διοργανώσεις. Μέσω συλλογικής μελέτης τεσσάρων διαδοχικών διοργανωτριών χωρών Ολυμπιακών Αγώνων (Πεκίνο 2008, Βανκούβερ 2010, Λονδίνο 2012, Σότσι 2014), που λειτουργούν υπό διαφορετική μορφή διακυβέρνησης, διερευνάται ο τρόπος που αντιμετώπισαν το ζήτημα του σχεδιασμού των αθλητικών τους εγκαταστάσεων και εξετάζονται οι στρατηγικές μετά-αγωνιστικής αξιοποίησης που χρησιμοποιήθηκαν προς ανάδειξη μοτίβων ομοιότητας και διαφοράς ώστε να απαντηθεί το ερώτημα: Είναι οι δημοκρατικές ή οι μη-δημοκρατικές χώρες πιο αποτελεσματικές στην αποφυγή δημιουργίας «λευκών ελεφάντων»; Λαμβάνοντας υπόψη τη γενικότερη αδυναμία παραγωγής πλούσιων και συνεπών πρωτογενών δεδομένων στο πεδίο των μεγάλων αθλητικών διοργανώσεων, προτείνεται μια προσέγγιση που στηρίζεται στην ανάλυση δευτερογενών δεδομένων. Κύρια πηγή στοιχείων αποτέλεσαν δημοσιευμένες ακαδημαϊκές μελέτες και συμπληρωματικώς έγινε χρήση επίσημων αναφορών και ανακοινώσεων, πρακτικών συνεδρίων, αποφάσεων, οδηγιών των επισήμων φορέων των διοργανώσεων, καθώς και σχετικής ειδησεογραφικής αρθογραφίας. Αναγνωρίζοντας τα όρια των συμβατικών μεθόδων σύγκρισης, ειδικά τους περιορισμούς που τίθενται σε σχέση με τη συγκρισιμότητα μεταξύ διαφορετικών πόλεων, αλλά και το γεγονός ότι η διερεύνηση προς ανάδειξη μοτίβων ομοιότητας και διαφοράς της παρούσας μελέτης αφορά στην παραγωγή αστικών έργων (οι ολυμπιακές αθλητικές εγκαταστάσεις) ακολουθήθηκε η συλλογιστική της Robinson (2015) περί της κατ’ελάχιστον σύγκρισης (comparison at a minimum). Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις της μελέτης η διεξαγωγή μεγάλων διοργανώσεων στα απολυταρχικά κράτη γίνεται αντιληπτή ως στρατηγικής σημασίας ορόσημο και χρησιμοποιείται πρωταρχικώς ως νομιμοποίηση μεγαλομανών αναπτυξιακών σχεδίων, με συνέπεια να προκρίνεται η κατασκευή εμβληματικών κτηρίων που διαθέτουν κυρίως συμβολικές και όχι χρηστικές ιδιότητες. Περαιτέρω δε, καθόσον στα μη-δημοκρατικά κράτη οι μηχανισμοί λογοδοσίας και οι θεσμικοί περιορισμοί είναι ασθενείς (ή ανύπαρκτοι) εμφανίζονται πολλαπλά φαινόμενα διαφθοράς. Στο πλαίσιο όμως των μεγάλων διοργανώσεων και δη κατά την εκτέλεση των μεγάλων έργων που συνεπάγονται, υφίσταται ένας εξισορροπητικός παράγοντας μεταξύ δημοκρατικών και απολυταρχικών κρατών, η λεγόμενη "κατάσταση εξαίρεσης" η οποία οδηγεί στη δημιουργία πιο εξουσιαστικών, ιδιωτικών μορφών λήψης αποφάσεων με συνέπεια έλλειψη διαφάνειας, έλλειμμα δημοκρατικού ελέγχου και προϊούσα αύξηση των φαινομένων διαφθοράς, ακόμα και στις πιο θεμελιωμένες δημοκρατίες, με συνέπεια, μεταξύ άλλων, την αύξηση του κοπαδιού των «λευκών ελεφάντων» ανά τον κόσμο.