Στην αρχή της εργασίας μας θεωρήθηκε σκόπιμο να ασχοληθούμε με το θέμα της ποιητικότητας του ίδιου του Πλάτωνος. Πριν ασχοληθούμε, δηλαδή, με τις αντιλήψεις του Πλάτωνος για την τέχνη στην Πολιτεία, αναλάβαμε να εξετάσουμε κατά πόσον και σε ποιο βαθμό ο ίδιος ο Πλάτων ήταν καλλιτέχνης, και συγκεκριμένα ποιητής και δραματουργός. Η ενασχόληση με αυτό το θέμα έχει λάβει μεγάλες διαστάσεις στη σύγχρονη βιβλιογραφία και απασχολεί έντονα και ιδιαιτέρως πρόσφατα τους μελετητές του πλατωνικού έργου. Στη συνέχεια αφιερώσαμε την προσοχή μας στην αντιμετώπιση της μίμησης από τον Πλάτωνα, καθώς η τέχνη σύμφωνα με τον πλατωνικό φιλοσοφικό λόγο της Πολιτείας συνιστά μίμηση ή σύμφωνα με άλλες ερμηνείες εμπεριέχει τη μίμηση. Το ερώτημα το οποίο μας απασχόλησε ήταν αν έχει αλλάξει ο ορισμός της μίμησης και η στάση του Πλάτωνος απέναντί της μεταξύ του τρίτου και του δέκατου Βιβλίου της Πολιτείας. Αναζητήσαμε να εντοπίσουμε το αντικείμενο της μίμησης, αυτό το οποίο η μιμητική τέχνη προτίθεται να μιμηθεί, αυτό στο οποίο αποβλέπει. Στη συνέχεια διαχωρίσαμε το αντικείμενο της μιμητικής τέχνης από το έργο της, διαχωρίσαμε, δηλαδή, το αντικείμενο το οποίο αυτή προτίθεται να μιμηθεί από το έργο τέχνης, αυτό το οποίο εκείνη παράγει μέσω της μίμησής της. Η αναζήτηση αυτή, του έργου και του αντικειμένου της μιμητικής δραστηριότητας, βοήθησε ίσως στην βαθύτερη κατανόηση της στάσης του Πλάτωνος απέναντι στην τέχνη και μας οδήγησε στην ενασχόληση με την εξήγηση αυτής της στάσης. Το επόμενο κεφάλαιο αφιερώθηκε στους ερμηνευτές οι οποίοι επιχείρησαν να εξηγήσουν τη στάση του Πλάτωνος απέναντι στην τέχνη στην Πολιτεία. Εκεί αφιερωθήκαμε στις διαφορετικές ερμηνευτικές κατευθύνσεις που ακολουθήθηκαν με αφορμή τον περιορισμό ή ακόμη και τον αποκλεισμό της μιμητικής τέχνης από την ιδανική πολιτεία. Για λόγους μεθοδολογικούς, η παρουσίαση αυτών των ερμηνευτικών κατευθύνσεων έγινε εκ μέρους μας θεματικά, με την επίγνωση, ότι ο Πλάτων δεν διαχώριζε τη σκέψη του σε θεματικές, ούτε είχε μία συστηματοποιημένη θεωρία για κάθε θέμα που απασχολούσε τη σκέψη του• εν τούτοις, στην κάθε ερμηνευτική κατεύθυνση η οποία ακολουθήθηκε προκειμένου να εξηγηθεί η στάση του απέναντι στην τέχνη, διαπιστώσαμε και προβάλαμε τον τρόπο με τον οποίον υπερίσχυσε κάθε φορά ως ερμηνευτικό εργαλείο και από μία διαφορετική θεματική. Στο πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο εξετάσαμε τους ερμηνευτές εκείνους οι οποίοι αναρωτήθηκαν και συνεχίζουν να αναρωτώνται αν ο Πλάτων είχε τελικά αντιμετωπίσει στη σκέψη του την τέχνη ως μία αυτόνομη δραστηριότητα. Το ερώτημα το οποίο μας απασχόλησε είναι αυτό που εξετάζει την περίπτωση ύπαρξης μίας «αισθητικής θεωρίας» στον φιλοσοφικό λόγο του Πλάτωνος. Με τον όρο «αισθητική θεωρία» εννοήθηκε εδώ ένα σύστημα σκέψης το οποίο αποδίδει στην τέχνη μία αυτονομία και την αξιολογεί με εγγενή σε αυτήν κριτήρια, με κριτήρια, δηλαδή, αποκλειστικά δικά της. Καταλήγοντας και έχοντας εξετάσει στο σύνολό της την αγγλοσαξωνική βιβλιογραφία σε σχέση με τις αντιλήψεις του Πλάτωνος για την τέχνη στην Πολιτεία, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, μέσα από τη συστηματική και κατά το δυνατόν διεξοδική ανασκόπησή της, προκύπτει το εξής συμπέρασμα: Η περίπτωση ύπαρξης μίας «αισθητικής θεωρίας» στον φιλοσοφικό λόγο του Πλάτωνος περιλαμβάνει πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους αντιλήψεις και σε σχέση με τις αντιλήψεις αυτές τίθεται πολύ κρίσιμο ένα ερώτημα, που διατρέχει την καθεμία τους χωριστά και συνολικά όλες τους: κατά πόσον ο Πλάτων είχε τελικά αντιμετωπίσει στη σκέψη του την τέχνη ως μία αυτόνομη δραστηριότητα.