Ως πρόγνωση ορίζεται η πιθανότητα εμφάνισης μιας κατάστασης σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο, με βάση συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, τους προγνωστικούς παράγοντες. Ένα προγνωστικό μοντέλο είναι μια μαθηματική συνάρτηση που συσχετίζει πολλαπλούς προγνωστικούς παράγοντες με μια συγκεκριμένη έκβαση. Η έρευνα στην πρόγνωση και τα προγνωστικά μοντέλα χρονίων νόσων, όπως η καρδιαγγειακή νόσος και ο καρκίνος, είναι καίρια για τη συμβουλευτική των ασθενών και τη λήψη κλινικών αποφάσεων. Πρώτος στόχος της παρούσας μελέτης ήταν να εξετάσουμε τη χρήση του Framingham Risk Score (FRS), ενός από τα σημαντικότερα προγνωστικά μοντέλα καρδιαγγειακής νόσου, στην ιατρική βιβλιογραφία. Εντοπίσαμε όλες τις παραπομπές στο άρθρο του Wilson και συν. (1998), όπου το FRS αρχικώς περιγράφτηκε. Εντοπίσαμε 375 δόκιμα άρθρα (συνολικά 471 αναλύσεις) που χρησιμοποίησαν το FRS σε προοπτικές μελέτες, μελέτες ασθενών-μαρτύρων και μελέτες επιπολασμού. Ο πληθυσμός που μελετήθηκε ήταν διαφορετικός (από τον υγιή) στο 25% και 42% των αναλύσεων κοόρτης και επιπολασμού αντίστοιχα. Η έκβαση υπό εξέταση ήταν διαφορετική (από στεφανιαία νόσο) στο 56% των προοπτικών αναλύσεων και στο 63% των αναλύσεων ασθενών-μαρτύρων. Συνολικά, μόνο το 33% των προοπτικών αναλύσεων εξέταζαν την ίδια έκβαση και πληθυσμό με την αρχική μελέτη. Συμπερασματικά, ένας μεγάλος αριθμός μελετών χρησιμοποιούν το FRS σε συνθήκες, όπου η απόδοσή του είναι άγνωστη και μη επικυρωμένη. Πριν από την εφαρμογή προγνωστικών μοντέλων σε διαφορετικές συνθηκες, χρειάζεται αναπροσαρμογή και εξωτερική επικύρωση του μοντέλου. Δεύτερος στόχος της μελέτης ήταν να διεξάγουμε μια συστηματική ανασκόπηση των μοντέλων δευτερογενούς πρόληψης, σε ασθενείς με ήδη εγκαταστημένη καρδιαγγειακή νόσο. Χρησιμοποιήσαμε τις βάσεις δεδομένων MEDLINE και EMBASE (Ιανουάριος 2004 - Ιούνιος 2013) και εντοπίσαμε 79 δόκιμα άρθρα. Τα περισσότερα νέα μοντέλα αναπτύχθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη, σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο και με μέση ηλικία τα 65 έτη. Η πλειοψηφία των μοντέλων χρησιμοποίησε Cox ή λογιστική παλινδρόμηση, 5 έως 7 προγνωστικούς παράγοντες και το C-statistic με το Hosmer-Lemeshow τεστ για τον έλεγχο της απόδοσης του μοντέλου. Τα FRS, CHADS2, SYNTAX και GRACE ήταν τα μοντέλα που συχνότερα επικυρώθηκαν εξωτερικώς. Τέλος, το FRS ήταν το μοντέλο που πρωτίστως προσαυξήθηκε με νέους παράγοντες κινδύνου και συνηθέστερα με τους βιοχημικούς δείκτες CRP και NT-proBNP. Συμπερασματικά, η πλειοψηφία των μοντέλων που χρησιμοποιούνται στη δευτερογενή πρόληψη είναι νέα μοντέλα που δημιουργούνται χωρίς κατάλληλη εξωτερική επικύρωση. Τέλος, διεξήγαμε μια μετα-ανάλυση για να μελετήσουμε τη σχέση μεταξύ της υπέρτασης (προγνωστικός παράγοντας) και της έκβασης του καρκίνου (χρόνια νόσος). Μετά από αναζήτηση στο PubMed μέχρι και το Νοέμβριο του 2017 εντοπίστηκαν 148 δόκιμες μελέτες. Λαμβάνοντας υπόψη μόνο δεδομένα από τις 85 προοπτικές μελέτες διεξήγαμε 30 μετα-αναλύσεις για 16 διαφορετικά ήδη καρκίνου. Θετικές συσχετίσεις παρατηρήθηκαν μεταξύ υπέρτασης και νεφρικού, ορθοκολικού και καρκίνου του μαστού. Παρατηρήθηκαν επίσης θετικές συσχετίσεις μεταξύ υπέρτασης και κινδύνου για καρκίνο του οισοφάγου, του ήπατος και του ενδομητρίου. Ωστόσο, η πλειοψηφία των μελετών αυτών δεν είχε προβεί σε εκτεταμένες πολυπαραγοντικές προσαρμογές για συνήθεις συγχυτικούς παράγοντες.