Εισαγωγή: Η πλειονότητα των ασθενών που αναπτύσσουν ΜΜΚΠ θα παρουσιαστούν με στάδιο IIIB/IV, που δεν επιδέχεται ίαση μέσω κάποιας θεραπευτικής αγωγής. Η χημειοθεραπεία με βάση την πλατίνα φαίνεται πως έχει φτάσει ένα plateau όσον αφορά την επιβίωση. Επί του παρόντος, η πιο εδραιωμένη προσέγγιση για τον περιορισμό της αγγειογένεσης στον όγκο είναι η αναστολή της σηματοδοτικής οδού του VEGF με μονοκλωνικά αντισώματα ή αναστολείς κινάσης τυροσίνης. Η μπεβασιζουμάμπη (bevacizumab) είναι ένα ανασυνδυασμένο ανθρωποποιημένο μονοκλωνικό αντίσωμα IgG1 με υψηλή συγγένεια σύνδεσης για όλες τις ισομορφές του VEGF-A στην κυκλοφορία του αίματος και εξουδετερώνει τη βιολογική ενεργότητα του VEGF μέσω ενός στερικού αποκλεισμού της πρόσδεσης του με τον VEGFR.Ασθενείς και Μεθοδολογία. Μελετήθηκαν συνολικά 58 ασθενείς εκ των οποίων 33 ελάμβαναν ERLOTINIB και 25 BEVACIZUMAB. Στους 43 από αυτούς ασθενείς έγινε πυκνομέτρηση και ογκομέτρηση των βλαβών, τόσο του πρωτοπαθούς όγκου (όπου υπήρχε), όσο και των μεγαλύτερων μεταστάσεων. Ο μεγαλύτερος αριθμός των ασθενών εξετάσθηκε στο Εργαστήριο του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Α.Χ.Ε.Π.Α. και οι υπόλοιποι στο Ακτινολογικό Εργαστήριο του Νοσοκομείου Παπαγεωργίου ή σε άλλα νοσοκομεία και ιδιωτικά ακτινοδιαγνωστικά εργαστήρια με Αξονική Τομογραφία. Αποτελέσματα: Οι ασθενείς στην ομάδα που έλαβαν μπεβασιζουμάμπη είχαν συχνότερα καλύτερη φυσική κατάσταση συγκριτικά με τους ασθενείς που έλαβαν ερλοτινίμπη. Οι ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με μπεβασιζουμάμπη είχαν αριθμητικά ελαφρώς μεγαλύτερη διάμεση OS σε σύγκριση με εκείνους που έλαβαν ερλοτινίβη και μικρότερο κίνδυνο θανάτου, χωρίς ωστόσο στατιστικά σημαντικές διαφορές. Η διάμεση μεγαλύτερη διάμετρος στην καλύτερη ανταπόκριση για όλο τον πληθυσμό ήταν 3,80 και ήταν σημαντικά χαμηλότερη στην ομάδα των ασθενών που έλαβαν μπεβασιζουμάμπη σε σύγκριση με την ομάδα που έλαβε ερλοτινίμπη. Επιπλέον, ο όγκος στην καλύτερη ανταπόκριση ήταν σημαντικά χαμηλότερος σε ασθενείς που έλαβαν μπεβασιζουμάμπη σε σύγκριση με αυτούς που έλαβαν ερλοτινίβη, ενώ η πυκνότητα στην καλύτερη ανταπόκριση ήταν οριακά στατιστικά σημαντικά χαμηλότερη στην ομάδα της μπεβασιζουμάμπης. Συμπεράσματα: Αξιολογήσαμε τις επιδράσεις του αντί-VEGF μονοκλωνικού αντισώματος μπεβασιζουμάμπη σε μετρήσεις όγκου (μεγαλύτερη διάμετρος, όγκος και πυκνότητα), σε σύγκριση με EGFR-TKI ερλοτινίβη. Υποθέσαμε ότι ο ξεχωριστός μηχανισμός δράσης του μπεβασιζουμάμπη ταυτόχρονα με χημειοθεραπεία και στη συνέχεια ως θεραπεία συντήρησης μετά την ολοκλήρωση της χημειοθεραπείας, που οδηγεί σε συρρίκνωση όγκου λόγω εσωτερικής ισχαιμικής νέκρωσης, θα επηρέαζε διαφορετικά τις παραπάνω μετρήσεις όγκου σε σύγκριση με την διαφορετική αλληλουχία χορήγησης του χημειοθεραπευτικού docetaxel και του στοχευτικού παράγοντα ερλοτινίβη. Η μελέτη αυτή καταδεικνύει ότι η ογκομετρική ανάλυση της ανταπόκρισης του όγκου αποτελεί προγνωστικό παράγοντα επιβίωσης σε προχωρημένους NSCLC εξ ίσου σημαντικό με τα κριτήρια RECIST τα οποία στηρίζονται στη μέτρηση της μεγίστης διαμέτρου. Τα ενθαρρυντικά ευρήματα της παρούσης μελέτης θα πρέπει να επιβεβαιωθούν σε μεγαλύτερο αριθμό ασθενών, κατά προτίμηση ενταχθέντων σε προοπτικές τυχαιοποιημένες κλινικές μελέτες, ώστε να αποτελέσουν τη βάση για τη θέσπιση κατηγοριών ανταπόκρισης των όγκων στη θεραπεία, τουλάχιστον παρόμοιων με αυτές που ισχύουν με τα κριτήρια RECIST.