Η παρούσα μελέτη, εκκινώντας από την παραδοσιακή μεθοδολογία ερμηνείας των διατάξεων του ελληνικού Αστικού Δικαίου και διερευνώντας ενδεικτικά τις ιστορικές της καταβολές την περίοδο μεγάλων Ευρωπαϊκών κωδικοποιήσεων, επιχειρεί να επαναπροσεγγίσει το Γράμμα του νόμου και την αξία του στην ερμηνεία. Η Γραμματική ερμηνεία του νόμου θεωρείται από την κρατούσα άποψη, η αφετηρία και το όριο του ερμηνευτή των διατάξεων του Αστικού Κώδικα. Με τη βοήθεια της ενδεικτικής αναδρομής στις καταβολές αυτής της μεθοδολογίας αλλά και της μελέτης σύγχρονων θεωριών για τη γλώσσα, το Γράμμα του Αστικού Κώδικα και η ερμηνεία του γίνονται αντιληπτά στο πλαίσιο ενός διεπιστημονικού διαλόγου, στον οποίο συμμετέχει η μεθοδολογία του Ιδιωτικού Δικαίου και η φιλοσοφία του δικαίου, η φιλοσοφία της γλώσσας και η σημειολογία. Σκοπός της μελέτης είναι να καταδείξει την αναγκαία σχέση του Γράμματος του Αστικού Κώδικα, ως κειμένου, με τους προβληματισμούς για τη γλωσσική σημείωση και τις εξελίξεις των συναφών επιστημών. Αν ρόλος του ερμηνευτή είναι η ανεύρεση του κανονιστικού νοήματος του κανόνα δικαίου, η δυνατότητα και ο τρόπος αυτού του κανόνα, ως κειμένου, να επικοινωνεί νοήματα είναι κρίσιμα ζητήματα. Η μελέτη συμβάλλει στην κατάδειξη αυτής της προβληματικής, της σχέσης του Γράμματος του Κώδικα με τη σημείωση. Ειδικότερα, επιχειρεί μια ενδεικτική διερεύνηση των δυνατοτήτων του Γράμματος να επικοινωνεί κανονιστικά νοήματα, την ανάδειξη των σημειωτικών σχημάτων που υπονοούνται από την παραδοσιακή μεθοδολογία του Ιδιωτικού Δικαίου και την εφαρμογή ενός σύγχρονου σημειωτικού σχήματος, εκείνου της αποδόμησης, στην ερμηνεία των διατάξεων του Αστικού Κώδικα. Ως εφαρμοσμένο παράδειγμα χρησιμοποιούνται οι νομολογιακές ερμηνείες των 1350 ΑΚ και 1367 ΑΚ, όπως αυτές αποτυπώνονται στα αιτιολογικά των πρωτόδικων αποφάσεων που έκριναν ως ανυπόστατους τους πολιτικούς γάμους δύο ομόφυλων ζευγαριών. Στόχος της ανάλυσης των συγκεκριμένων αποφάσεων είναι η εφαρμογή των θεωρητικών διαπιστώσεων που έγιναν προηγουμένως αναφορικά με τη νομική ερμηνεία και τα σημειωτικά σχήματα στην ερμηνευτική πράξη και ανάλυση. Συνολικά ο διεπιστημονικός αυτός διάλογος, καταλήγει σε μια ενίσχυση και έναν εμπλουτισμό της παραδοσιακής μεθοδολογίας, εντάσσοντας την σε ένα σημειωτικό σχήμα κατανόησης. Με τον τρόπο αυτό θα μπορούσαν να παρακαμφθούν πιθανές αδυναμίες της παραδοσιακής μεθοδολογίας, να κατανοηθεί η ερμηνεία των διατάξεων του Αστικού Κώδικα σε αναγκαίο διάλογο με μια θεωρία για τη γλώσσα και τη σημασία και να ενισχυθεί τελικά ο ρόλος της αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων, ο οποίος στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης για το Γράμμα και την ερμηνεία του αναδεικνύεται κρίσιμος.