H διεθνής μετανάστευση προς τις περιοχές της υπαίθρου της Νότιας Ευρώπης είναι ένα σημαντικό φαινόμενο από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και συνεχίζει να έχει αυξανόμενο δημογραφικό και οικονομικό αντίκτυπο σε αυτές μέχρι και σήμερα. Πολλοί μετανάστες έχουν εγκατασταθεί σε αυτές τις περιοχές για περισσότερο από δύο δεκαετίες, αλλά γνωρίζουμε λίγα για τις εμπειρίες, τις αντιλήψεις, τις ανάγκες, τις συνθήκες διαβίωσης και τις φιλοδοξίες τους. Ο στόχος αυτής της εμπειρικής, διεπιστημονικής και συγκριτικής έρευνας είναι να εξετάσει τον αντίκτυπο του τόπου διαμονής στην ένταξη των μεταναστών/μεταναστριών και την ευημερία αυτών στις περιοχές της υπαίθρου της Νότιας Ευρώπης, ιδιαίτερα αυτών της Κρήτης και της Σαρδηνίας. Πιο συγκεκριμένα, η διατριβή διερευνά τις χωρικές τάσεις και τα μοτίβα σχετικά με την κοινωνικοοικονομική ένταξη των Αλβανών και Μαροκινών που ζουν στις δύο περιφέρειες, εξετάζοντας τις αγροτικές περιοχές σε σχέση με τις αστικές της ίδιας περιφέρειας. Επιπλέον, εξετάζει σε βάθος τον ρόλο των υπερεθνικών, εθνικών, περιφερειακών και τοπικών δρώντων στις διαδικασίες ένταξης κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Μέσα από μια σε βάθος ανάλυση των πολιτικών και προγραμμάτων ένταξης, εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο γενικές ή στοχευμένες πολιτικές που υιοθετήθηκαν στα διάφορα εμπλεκόμενα κυβερνητικά επίπεδα επηρέασαν την ένταξη στις αστικές και αγροτικές περιοχές των δύο χωρών και περιφερειών, αντίστοιχα. Η επιλογή αυτών των δύο περιφερειών βασίστηκε στα διάφορα κοινά θεσμικά, δημογραφικά, οικονομικά, κοινωνικά, πολιτιστικά και γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν, τα οποία εμφανίζονται και σε άλλες παράκτιες, κυρίως ή ενδιάμεσες αγροτικές περιφέρειες της Νότιας Ευρώπης. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει μια σημαντική διαφορά μεταξύ τους που βασίζεται στο πολύ πιο αποκεντρωμένο και πολυεπίπεδο σύστημα διακυβέρνησης της ένταξης που έχει υιοθετήσει η Ιταλία από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 σε αντίθεση με το συγκεντρωτικό σύστημα που έχει υιοθετήσει η Ελλάδα μέχρι σήμερα. Με βάση τα εμπειρικά δεδομένα της έρευνας που συλλέχθηκαν μεταξύ Μαρτίου 2019 και Μαΐου 2020 και τις σε βάθος προσωπικές συνεντεύξεις με ειδικούς και μετανάστες, η διατριβή συνδύασε στοιχεία τόσο ποιοτικών όσο και ποσοτικών μεθόδων ανάλυσης για να επιτύχει τους στόχους που αναφέρθηκαν παραπάνω. Για τις διακρατικές και τις ενδοπεριφερειακές (μεταξύ αστικών και αγροτικών περιοχών καθώς και μεταξύ των διαφόρων τυπολογιών αγροτικών περιοχών) συγκρίσεις χρησιμοποιήθηκαν οι πιο πρόσφατοι βασικοί δείκτες, ορισμοί και ταξινομήσεις που έχουν προταθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Τμήμα Μετανάστευσης του ΟΟΣΑ (π.χ. δείκτες Σαραγόσα, Διακανονισμός το 2015 & 2018 DEGURBA). Η ανάλυση των ευρημάτων ανέδειξε ότι: α) O τόπος κατοικίας επηρεάζει με πολλούς τρόπους την ένταξη. Η εγκατάσταση και η ένταξη των ερωτηθέντων στις αγροτικές περιοχές των δύο περιοχών επηρεάστηκε έντονα από εξωγενείς διαρθρωτικούς παράγοντες και τα χαρακτηριστικά αυτών των περιοχών, β) Τα αποτελέσματα ένταξης των μεταναστών/μεταναστριών διέφεραν μόνο ελαφρώς μεταξύ των αστικών και αγροτικών περιοχών τόσο σε αντικειμενικούς όσο και σε υποκειμενικούς όρους και γ) Η ένταξη των μεταναστών/μεταναστριών στις αγροτικές περιοχές δεν είναι ομοιογενής ανά τις διάφορες αγροτικές τυπολογίες που εξετάστηκαν (ενδιάμεσες, απομακρυσμένες, παράκτιες). Πολλές διαφοροποιήσεις παρατηρήθηκαν σε τομείς όπως η απασχόληση, η στέγαση, οι οικονομικές συνθήκες καθώς και οι στάσεις της τοπικής κοινωνίας απέναντι στη μετανάστευση μεταξύ αυτών.