Σκοπός της παρούσας διατριβής είναι πρωτίστως η διερεύνηση του εάν και σε ποιο βαθμό η ποιότητα διακυβέρνησης και η απορρέουσα διοικητική ικανότητα αναχαιτίζουν την εμφάνιση διαφθοράς στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Δευτερευόντως, το ενδιαφέρον εστιάζεται στην ανάγκη εξέτασης του εάν η καταδολίευση πόρων στην Ελλάδα γίνεται από ανάγκη και ως άμεσο αποτέλεσμα του ασθενούς χαρακτήρα του εγχώριου συστήματος κοινωνικής προστασίας. Στη συγκεκριμένη μελέτη, ως εργαλεία συλλογής πρωτογενών δεδομένων χρησιμοποιούνται δύο ερωτηματολόγια, στοιχεία από το ηλεκτρονικό αρχείο του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος, καθώς και παράθεση πρωτότυπων αφηγήσεων στελεχών του ΙΚΑ. Η ανάλυση στηρίζεται ακόμη στην εμπειρική διερεύνηση δευτερογενών δεδομένων από τη World Bank, World Economic Forum, IMF, Eurostat και O.E.C.D. Συμπερασματικά, η αναζήτηση των βαθύτερων παραγόντων που οδηγούν μερίδα του πληθυσμού να προβαίνει σε διάφορες μορφές κατασπατάλησης κοινωνικών πόρων, επιβεβαιώνει τα αίτια κατάρρευσης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Όπως προκύπτει και από την έρευνα που διεξήχθη σε στελέχη του, η αποσταθεροποίηση του μεγαλύτερου ασφαλιστικού οργανισμού δεν οφείλεται αποκλειστικά και μόνο σε παράγοντες, όπως η ανεργία, η γήρανση και τα χαμηλά όρια συνταξιοδότησης αλλά υποβόσκουν, επιπλέον, κίνητρα μικροπολιτικής. Οι αλλαγές που επιβάλλονται και δικαιολογούνται ως μέτρα για τη διάσωση της χώρας από την πτώχευση, από το 2010 και έπειτα, επικροτούνται από τα στελέχη του ΙΚΑ με βάση την εμπειρία τους στην περίπτωση που σχετίζονται με τη δομική και θεσμική αναδιάρθρωση του συστήματος, όπως τον διαχωρισμό του κλάδου υγείας από τον κλάδο σύνταξης. Αντιθέτως, διάχυτη είναι η αντίδρασή τους σε μέτρα που καταλύουν το κοινωνικό κράτος. Η υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των δικαιούχων κοινωνικών παροχών, και η αδυναμία τους να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις της καθημερινότητάς τους, διευρύνει τη δυσαρέσκειά τους ως προς την κυβερνητική εξουσία και την ικανότητα των θεσμών να συνδράμουν υποστηρικτικά στην αντιμετώπιση των προβλημάτων τους. Η έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους αγνώστους, τους μετανάστες και τους μη νόμιμα εισερχόμενους στη χώρα αλλοδαπούς, η αύξηση της ξενοφοβίας και η συνεπαγόμενη ποσοστιαία άνοδος κομμάτων με ακραίες πολιτικές θέσεις είναι φυσικά επακόλουθα της κατάστασης αυτής, κλονίζεται, δε, αδιαμφισβήτητα, η κοινωνική συνοχή. Η συνειδητοποίηση της κοινωνικής αδικίας εξαιτίας της μεροληπτικής αντιμετώπισης πληθυσμιακών ομάδων εις βάρος του κοινωνικού συνόλου, η οποία διαιωνίζεται ακόμη και κατά τη δύσκολη περίοδο που διανύει η χώρα από το 2009 και έπειτα, συμβάλλει στην υποβάθμιση του ρόλου του κράτους. Ενδεχομένως, ακόμη, να οδηγούνται ορισμένοι πολίτες στην κατάχρηση κοινωνικών επιδομάτων, δεδομένου ότι δεν έχουν άλλους οικονομικούς πόρους επιβίωσης. Από την άλλη πλευρά, η υιοθέτηση λανθασμένων προτύπων συμπεριφοράς, η αποδοχή της αβεβαιότητας και του «δεν βαριέσαι, δεν πειράζει» και η εγωιστική αντίληψη οδηγούν στην απαξίωση των κρατικών θεσμών.