H επικαιρότητα της περί χρόνου προβληματικής για τη μουσική σκέψη του εικοστού αιώνα οφείλεται στην κατάρρευση συνεκτικών στοιχείων όπως η τονικότητα και μια, σε ρυθμιστική σχέση με τον χρονική διαδοχή ευρισκόμενη, μορφή. Ένα σύνηθες ωστόσο πρόβλημα στις αναλύσεις της σχέσης του μουσικού έργου με τον χρόνο, είναι η μονομέρεια τους, η οποία οφείλεται στον χώρο, από τον οποίο προέρχεται ο μελετητής: ο φιλόσοφος τείνει να επιλέγει περιορισμένα και απλοϊκά μουσικά παραδείγματα ή φαινόμενα, όπως συμβαίνει σε φαινομενολογικές προσεγγίσεις, ο δε μουσικολόγος να ξεκινά από μια μονόπλευρη θεωρητική βάση, υιοθετώντας απλουστευμένα μοντέλα προσδιορισμού του χρόνου, χωρίς να εξετάζει στο απαιτούμενο βάθος τις θεωρητικές τους προεκτάσεις. Για αυτόν το λόγο η διεπιστημονική υπέρβαση αυτής της μονομέρειας κατέστη επιτακτική ανάγκη για την εργασία αυτή. Παράλληλα, αναζητήθηκε εκείνη ακριβώς η περίοδος στην ιστορία της μουσικής, η οποία θεματοποίησε ιδιαίτερα τη σχέση του μουσικού έργου με τον χρόνο, αναδεικνύοντάς την εν γένει σε νευραλγικό ζήτημα της Νέας Μουσικής. Αυτή είναι η μουσική της πρωτοπορίας τις δεκαετίες του ’50 και ’60. Στην Εισαγωγή διερευνώνται οι δυνατότητες θεωριών, με τις οποίες έχει υποστηριχθεί η ενότητα, κατά την ρήση του Husserl, εκτεταμένων «χρονικών αντικειμένων» καθότι οι θεωρίες αυτές έχουν χρησιμοποιηθεί και στην περίπτωση του μουσικού έργου. Αυτές είναι κυρίως φαινομενολογικές και ψυχολογιστικές. Στο πρώτο κεφάλαιο γίνεται μια σύντομη αναδρομή σε μονιστικές και δυϊστικές χρονικές θεωρίες και εξετάζεται η θεμελιώδης διάσταση αντικειμενικού και βιωματικού χρόνου στη φιλοσοφία και τη μουσικολογία. Προτείνεται ένα άλλο δυϊστικό μοντέλο, το εννοιολογικό ζεύγος, στατικό-δυναμικό, το οποίο καθίσταται επίκαιρο στη μουσική πρωτοπορία των δεκαετιών του ’50 και ’60 και διατυπώνονται επιχειρήματα για τα σημεία τομής του, με τον προαναφερθέντα θεμελιώδη δυϊσμό. Το δεύτερο κεφάλαιο καταδεικνύεται η διαφοροποίηση της έννοιας του βιωματικού χρόνου στην περί μουσικού, και όχι μόνο, χρόνου συζήτηση στη Γαλλία του Μεσοπολέμου, ο οποίος μέσω της Brelet και κυρίως της θεωρητικής συμβολής του Messiaen γίνεται προσπάθεια να περιγραφεί και να ελεγχθεί με παραμέτρους, οι οποίες διατυπώνονται για πρώτη φορά από τον Γάλλο συνθέτη. Οι παράμετροι αυτοί υιοθετούνται και διαφοροποιούνται αργότερα στη μουσική σκέψη των Stockhausen και Boulez. Έτσι ενισχύεται η θέση της διατριβής και γίνεται κατανοητή η έμφαση, η οποία δίνεται στο έργο συνθετών, της πρωτοπορίας. Το τρίτο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στη χρονική διαλεκτική του Adorno. Με τη διαλεκτική αυτή διατυπώνει το ιδεώδες μιας μουσικής σύνταξης, η οποία βασίζεται σε μια ρυθμιστική σχέση με τον χρόνο, την οποία συνειδητά προσπαθούν να υπερβούν οι συνθέτες της πρωτοπορίας. Στα επόμενα δύο κεφάλαια διατυπώνονται κριτήρια στατικής και δυναμικής χρονικής οργάνωσης στο επίπεδο της μικροδομής και μακροδομής με βάση μια διαφοροποίηση, την οποία διατυπώνει ο Stockhausen στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Με τη διαφοροποίηση αυτή επιδιώκεται η μετάβαση από το πρωταρχικό ιδεώδες του σειραϊσμού μιας στατικής μικροδομής, σε μια δυναμική μακροδομή και η δημιουργία ενός νέου είδους μουσικής σύνταξης, η οποία κορυφώνεται με τη θεωρία της στιγμιαίας μορφής. Με αυτήν επιδιώκεται η ακραία άρση εννοιολογικών δυϊσμών, με τους οποίους επιχειρήθηκε ο προσδιορισμός της χρονικότητας του μουσικού έργου, αλλά και η ίδια του η έννοια ως εκτατού στο χρόνο. Η εργασία κλείνει με μια διερεύνηση των σημείων τομής του επιλεγμένου, ως κεντρικού επιχειρήματος, δυϊσμού, με άλλους επίκαιρους στη μουσική θεωρία και αισθητική κατά τις συγκεκριμένες δεκαετίες.