Ο σκοπός της παρούσης μελέτης, ήταν να μελετηθούν οι μεταβολές των κυτταροκινών IL-1β, IL-6, και TNF-α, καθώς και του εκλυτικού παράγοντα της κορτικοτρόπου ορμόνης CRH, μετά την χορήγηση ενός ανταγωνιστή της ωκυτοκίνης, σε γυναίκες με επαπειλούμενο πρόωρο τοκετό. Στην μελέτη περιελήφθησαν δύο ομάδες εγκύων γυναικών. Η ομάδα Α αποτελείτο από 30 έγκυες πρωτοτόκες γυναίκες μεταξύ 24ης και 33ης εβδομάδος κύησης με συμπτώματα επαπειλούμενου πρόωρου τοκετού και εκπληρούσαν τα ακόλουθα κριτήρια: Mονήρης κύηση, συμπτώματα πρόωρου τοκετού (συστολές του μυομητρίου διάρκειας τουλάχιστον 30 δευτερολέπτων, με ρυθμό τουλάχιστον 4 συστολές ανά 30 λεπτά, διαστολή του τραχήλου της μήτρας από 1 μέχρι 2 εκατοστά ή εξάλειψη του τραχήλου της μήτρας μεγαλύτερη του 50%), χωρίς κλινικά σημεία χοριοαμνιονίτιδος . Η ομάδα Β αποτελείτο από 20 φυσιολογικές πρωτοτόκες γυναίκες ίδιας ηλικίας κύησης.Το υλικό της μελέτης διαχωρίστηκε σε ομάδες δειγμάτων πρίν και μετά την χορήγηση του φαρμάκου, όσο αφορά τις κυτταροκίνες και τον εκλυτικό παράγοντα της κορτικοτρόπου ορμόνης , και στην ομάδα ελέγχου. Η επεξεργασία των δεδομένων πραγματοποιήθηκε με το SPSS 11.0 στατιστικό μοντέλο, και η στατιστική σημαντικότητα ορίσθηκε στο επίπεδο p< 0.05. H παρούσα μελέτη έδειξε ότι τα επίπεδα των κυτταροκινών IL-6, και TNF-α, στο πλάσμα γυναικών με πρόωρο τοκετό είναι στατιστικά σημαντικά υψηλότερα σε σχέση με αυτά των γυναικών που δεν έχουν συμπτώματα πρόωρου τοκετού. Η ενδοφλέβια χορήγηση του ανταγωνιστή της ωκυτοκίνης δεν προκάλεσε διαφορές στα επίπεδα αυτών των κυτταροκινών. Αντιθέτως τα επίπεδα στο πλάσμα της κυτταροκίνης IL-1β, και του εκλυτικού παράγοντα της κορτικοτρόπου ορμόνης CRH, στο πλασμα γυναικών με πρόωρο τοκετό ήταν στατιτικά σημαντικά υψηλότερα σε σχέση με τα επίπεδα αυτών των ουσιών σε γυναίκες έγκυες που δεν είχαν συμπτωματολογία πρόωρου τοκετού. Η χορήχηση ενδοφλεβίως του ανταγωνιστή της ωκυτοκίνης προκάλεσε στατιστικά σημαντική μείωση της συγκέντρωσης στο πλάσμα τόσο της κυτταροκίνης IL-1β, όσο και του εκλυτικού παράγοντα της κορτικοτρόπου ορμόνης CRH.