Ο Βασιλικός Πολτός (ΒΠ) αποτελεί μια αδενώδη έκκριση των υποφαρυγγικών και σιαγονικών αδένων των παραμάνων εργατριών μελισσών που χρησιμοποιείται για την κάλυψη των διατροφικών τους αναγκών. Αποτελεί ένα προϊόν για το οποίο δεν έχουν καθοριστεί ποιοτικά κριτήρια, όπως συμβαίνει για αλλά προϊόντα όπως το μέλι. Στα πλαίσια της παρούσας διατριβής διερευνήθηκαν η επίδραση της τροφοδότησης των μελισσών με διάφορες τροφές (πρωτεϊνικές - υδατανθρακικές) κατά την παραγωγική διαδικασία, των μελισσοκομικών χειρισμών (ηλικία προνύμφης – πρώιμη συλλογή – τροφοδότηση σε διαφορετικές ημέρες από την ημέρα εμβολιασμού), της εποχής παραγωγής του ΒΠ, της γεωγραφικής προέλευσης, της διαφορετικής χρονιάς παραγωγής, των συνθηκών διατήρησης του τελικού προϊόντος και η αλλοίωση του προφίλ των γυρεόκοκκων του ΒΠ από την τροφοδότηση των μελισσιών με γύρη από φυτά διαφορετικής εποχής άνθισης. Τα αποτελέσματα έδειξαν πως ο ΒΠ αποτελεί ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο προϊόν, που τα φυσικοχημικά του χαρακτηριστικά μεταβάλλονται από διάφορους χειρισμούς. Συγκεκριμένα, η τροφοδότηση των μελισσιών με τροφές πλούσιες σε υδατάνθρακες μετέβαλλαν σημαντικά τα τρία κύρια σάκχαρα του ΒΠ (φρουκτόζη, γλυκόζη, σουκρόζη) καθώς και υδρόφιλες ενδογενείς ενώσεις (n=27). Η μεγαλύτερη επίδραση στα σάκχαρα και οι περισσότερες ενώσεις που μεταβλήθηκαν παρουσιάστηκαν στα δείγματα που προέκυψαν από την ομάδα μελισσιών που τροφοδοτήθηκε με ζαχαροζύμαρο. Η οποιαδήποτε τροφοδότηση των μελισσιών με πρωτεϊνικές τροφές είχε σαν αποτέλεσμα την αύξηση αποδοχής τεχνητών βασιλικών κελιών και απόδοσης ανά κελί, ενώ η υγρασία και το ποσοστό ολικών πρωτεϊνών του παραγόμενου ΒΠ παρέμεναν ανεπηρέαστες από αυτόν τον χειρισμό. Η πρωτεϊνική τροφή επηρέασε συνολικά 17 υδρόφιλες ενδογενείς συγκριτικά με τα μελίσσια που δεν δέχτηκαν καμία τροφοδότηση, ενώ οι περισσότερες ενώσεις μεταβλήθηκαν στην ομάδα που δέχτηκε την τροφή του εμπορίου (μεταβολή σε 14 ενώσεις). Αποδείχτηκε πως η υγρασία του παραγόμενου ΒΠ αυξάνει κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες για κάθε μέρα που τα τεχνητά βασιλικά κελιά (ΒΚ) παραμένουν μέσα στα μελίσσια μέχρι να φτάσει στο μέγιστό της την τρίτη ημέρα από την ημέρα εμβολιασμού. Η ηλικία της εμβολιαζόμενης προνύμφης καθώς και η ημέρα τροφοδότησης δεν έχουν καμία επίδραση στον παραγόμενο ΒΠ. Διαπιστώθηκε πως η έκκριση του ΒΠ ξεκινάει όταν οι εργάτριες βρίσκονται σε ηλικία μεγαλύτερη των έξι ημερών, ενώ η ικανοποιητική απόδοση ξεκινάει μετά την όγδοη μέρα. Ο παραγόμενος ΒΠ έχει ίδια φυσικοχημικά χαρακτηριστικά είτε παράγεται από νεαρές εργάτριες είτε από συλλέκτριες (ηλικιωμένες). Στα πλαίσια της εποχιακής διερεύνησης διαπιστώθηκε ότι το ποσοστό υγρασίας, πρωτεϊνών, φρουκτόζης και γλυκόζης μειώνονται κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, εποχή που η νεκταροέκκριση είναι περιορισμένη. Αντίθετα, η σουκρόζη και το 10-ΗDA δεν παρουσίασαν μεταβολές στη διάρκεια της μελισσοκομικής χρονιάς. Η τροφοδότηση των μελισσιών με γύρη οποιαδήποτε στιγμή του έτους έχει σαν αποτέλεσμα την μεταβολή του προφίλ των γυρεοκόκκων του παραγόμενου ΒΠ. Η ομοιομορφία των χαρακτηριστικών του ΒΠ που προέρχεται από περιοχές με παρόμοια χλωρίδα και σε διαφορετικά έτη, αποδεικνύει ότι είναι δύσκολη η διάκριση της περιοχής προέλευσης. Όσον αφορά τη μετασυλλεκτική διαχείριση βρέθηκε ότι οι καλύτερες συνθήκες διατήρησης του προϊόντος είναι σε θερμοκρασία -18 οC και σε συνθήκες σκότους. Με την αύξηση της θερμοκρασίας διατήρησης (Ψυγείου – Δωματίου) διαπιστώθηκε ότι μεταβάλλονται όλα τα φυσικοχημικά χαρακτηριστικά και το χρώμα του ΒΠ. Λαμβάνοντας υπόψη τα ευρήματα της παρούσας διατριβής προτάθηκαν κατάλληλα ποιοτικά όρια του προϊόντος.