“…Επίσης, τα παιδιά με ήπιο τραυλισμό που ξεκινούν να τραυλίζουν μεταξύ 18 μηνών και 7 ετών, όπως τα παιδιά του δείγματός μας, ξεκινούν να τραυλίζουν κάνοντας επαναλήψεις (Perez & Stoeckle, 2016 (Watts et al, 2015) ή δεν διαφέρουν σημαντικά από αυτές των συνομηλίκων τους χωρίς δυσκολία στη ροή της ομιλίας (Bonelli et al, 2000). Σε αντίθεση όμως με τις παραπάνω έρευνες και με τα αποτελέσματα της δικής μας έρευνας άλλες μελέτες δείχνουν ως προς τη γραμματική ότι γενικά τα παιδιά με τραυλισμό έχουν χαμηλότερη επίδοση από τους συνομηλίκους τους χωρίς τραυλισμό στις μορφολογικές και συντακτικές δεξιότητες (Junuzovic-Zunic & Ibrahimagic, 2013) και, επίσης, αντιλαμβάνονται και παράγουν διαφορετικά τις συντακτικές δομές των προτάσεων (Anderson & Conture, 2000;Watson, Byrd & Carlo, 2011;Bauman et al, 2012 (Leonard, Miller & Gerber, 1999) και ότι η επίδοσή τους στη μορφολογία είναι σημαντικά χαμηλότερη από αυτή των παιδιών τυπικής ανάπτυξης (Eadie et al, 2002 (Yairi, 1983;Yairi & Ambrose, 1992;Kloth et al, 1999;Mansson, 2000), ενώ αργότερα στη σχολική ζωή οι διαφορές μεταξύ των δύο φύλων γίνονται σαφώς εντονότερες (Bloodstein, 1995;Mansson, 2000) με τα κορίτσια να καταφέρνουν να ξεπεράσουν τη δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας πολύ πιο εύκολα από ότι τα αγόρια (Yairi & Ambrose, 1992 Watkins & Yairi, 1997). Το χαμηλό επίπεδο φωνολογικής ανάπτυξης επιβραδύνει τη βελτίωση στη ροή της ομιλίας και για το λόγο αυτό η λογοθεραπευτική παρέμβαση θα πρέπει να εστιάζει τόσο στη βελτίωση της ροής της ομιλίας όσο και στην ίδια την εκφορά της ομιλίας δηλαδή στο φωνολογικό σύστημα του παιδιού.…”