Σκοπός: Σκοπός της παρούσης μελέτης είναι να διερευνηθεί η αξία της κυτταρολογίας υγρής φάσης στη διαγνωστική προσπέλαση αλλοιώσεων ενδομητρίου, η αξιοπιστία της τεχνικής αυτής στην εφαρμογή τεχνικών μοριακής βιολογίας και η διερεύνηση του ρόλου της μοριακής κυτταρολογίας υγρής φάσης ως πρωτογενούς δοκιμασίας ταξινόμησης γυναικών με παθολογία ενδομητρίου. Υλικό – Μέθοδοι: Μελετήθηκαν 866 ιστολογικά επιβεβαιωμένα ενδομητρικά δείγματα από γυναίκες ηλικίας 19 έως 89 ετών. Σε 61 από αυτά προσδιορίστηκε το επίπεδο μεθυλίωσης του γονιδίου GALR1 και υπολογίστηκε η μέση μεθυλίωση.Το σύνολο των δειγμάτων ταξινομήθηκε κυτταρολογικά σε 6 κατηγορίες βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων και η κυτταρολογική ταξινόμηση συγκρίθηκε με την ιστολογική διάγνωση των δειγμάτων. Από 109 ιστολογικά επιβεβαιωμένα δείγματα, επιλέχθηκαν 49 κυτταρολογικά δείγματα υγρής φάσης στα οποία μελετήθηκε η έκφραση 8 miRNA. Τα υπόλοιπα εξήντα δείγματα αφορούσαν σε κύβους παραφίνης (FFPE, Formaldehyde Fixed-Paraffin Embedded) και χρησιμοποιήθηκαν για να προσδιοριστούν τα επίπεδα έκφρασης των ίδιων miRNA. Αποτελέσματα: Με τη μεθυλίωση του γονιδίου GALR1 ήταν δυνατόν να ταξινομηθούν σωστά 8 από τις 9 καλοήθεις περιπτώσεις και 20 από τις 21 κακοήθεις περιπτώσεις. Συνολική ακρίβεια 93,33%, ευαισθησία 95,24%, και εξειδίκευση 88,89%.Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της κυτταρολογικής ταξινόμησης, ο κίνδυνος κακοήθειας με σχετικό εύρος αξιοπιστίας 95% είναι για τις κυτταρολογικά καλοήθεις περιπτώσεις 1,42% ± 0,98%, για τις περιπτώσεις ACE-L 4,30% ± 4,12%, για τις περιπτώσεις ACE-H 89,80% ± 8,47% και για τις κυτταρολογικά κακοήθεις περιπτώσεις 97,81% ± 2,45%. Ειδικότερα, ο κίνδυνος κακοήθειας για την κατηγορία ACE-U είναι 44,44% ± 32,46%, ενώ το υψηλό εύρος αξιοπιστίας αποδίδεται στο γεγονότος ότι αυτή η κατηγορία περιελάμβανε μόνο εννέα περιπτώσεις (1,04% όλων των διαγνώσεων). Η έκφραση 7 miRNAs ήταν σημαντικά υψηλότερη σε κακοήθη δείγματα, ενώ η συνδυαστική χρήση τριών miRNAs επέτρεψε την αξιολόγηση 4 ιστολογικά επαληθευμένων καρκινωμάτων ως κακοήθη ενώ η κυτταρολογική αξιολόγηση τα είχε κατατάξει ως ανεπαρκή (n=3) ή καλοήθη (n=1). Συμπέρασμα: Η παρούσα εργασία αποδεικνύει ότι η κυτταρολογία υγρής φάσης είναι μια αξιόπιστη μέθοδος δειγματοληψίας που είναι καλά ανεκτή, εύκολη στη χρήση, λιγότερο επώδυνη από τη βιοψία, η οποία επιτρέπει την εφαρμογή τεχνικών μοριακής βιολογίας όπως η μεθυλίωση του GALR1 γονιδίου και η έκφραση των miRNAs και την πρωτογενή ταξινόμηση γυναικών με ενδομητρική παθολογία, γεγονός που την καθιστά πολύτιμο εργαλείο στη διαχείριση γυναικών με παθολογία ενδομητρίου.