Υπόστρωμα / Στόχος: Η καρδιαγγειακή νόσος παραμένει η κύρια αιτία νοσηρότητας και θνησιμότητας παγκοσμίως. Η αρτηριοσκλήρυνση και η αθηρωμάτωση είναι τα παθογόνα υποστρώματα όλων των καρδιαγγειακών παθήσεων και χαρακτηρίζονται από λειτουργικές και μορφολογικές ανωμαλίες στο τοίχωμα των αρτηριών. Οι ασθενείς με φλεγμονώδη αρθρίτιδα, όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα (ΡΑ) και η αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα (ΑΣ), παρουσιάζουν αυξημένο επιπολασμό καρδιαγγειακής νόσου, προκαλώντας έτσι αυξημένη νοσηρότητα και θνησιμότητα σε αυτούς τους ασθενείς. Στη ΡΑ και την ΑΣ, η αυξημένη αρτηριοπάθεια δεν οφείλονται μόνο στην παρουσία κλασσικών παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου, δηλαδή αρτηριακής υπέρτασης, δυσανεξίας στη γλυκόζη, καπνίσματος και δυσλιπιδαιμίας, που είναι γνωστό ότι είναι πιο διαδεδομένες σε ασθενείς με φλεγμονώδη αρθρίτιδα, αλλά και στην παρουσία χρόνιας φλεγμονής και ίσως σε θεραπείες σχετιζόμενες με τη νόσο. Σκοπός της παρούσας διατριβής ήταν να εκτιμηθεί ο επιπολασμός καθώς και η επιτάχυνση της υποκλινικής καρδιαγγειακής νόσου σε ασθενείς με ΡΑ και ΑΣ και συγκεκριμένα να καθοριστεί ο βαθμός, η έκταση και ο τύπος της αρτηριακής βλάβης για κάθε νόσημα. Μέθοδοι: Συνολικά, 227 ασθενείς με ΡΑ (ηλικίας 57,8 ± 12,4 ετών, 17,6% άνδρες), 81 με ΑΣ (ηλικίας 46,7 ± 13,2 ετών, 85,4% άνδρες) και 674 μάρτυρες (ηλικίας 52,2 ± 12,7 ετών 53% άνδρες), χωρίς γνωστή καρδιαγγειακή νόσο ή Σακχαρώδη Διαβήτη, έλαβαν μέρος στη μελέτη. Όλοι οι συμμετέχοντες αξιολογήθηκαν για υποκλινική καρδιαγγειακή νόσο, συγκεκριμένα α) αρτηριακή σκληρία μέσω ταχύτητας σφυγμικού κύματος (PWV) και δείκτη ενίσχυσης ανακλώμενων κυμάτων (ΑΙx), β) καρωτιδική υπερτροφία, με πάχος έσω-μέσου χιτώνα (IMT, προσαρμοσμένο σε αθηρωματικές πλάκες όπου υπάρχουν) και επιφάνεια διατομής (CSA) και στην αριστερή και δεξιά κοινή καρωτίδα και γ) αθηρωμάτωση, δηλ. παρουσία αθηρωματικών πλακών σε συνολικά 8 αρτηριακά σημεία τόσο στις καρωτιδικές όσο και στις μηριαίες αρτηρίες (αριστερή και δεξιά κοινή και έσω καρωτίδα και βολβό και αμφότερες κοινές μηριαίες αρτηρίες). Η επαναξιολόγηση όλων των αγγειακών δεικτών πραγματοποιήθηκε μετά από τριετία σε 177 ασθενείς με ΡΑ (ηλικίας 59,5 ± 11,6 ετών, 17% άνδρες), 61 ασθενείς με ΑΣ (ηλικίας 49,6 ± 12,8 ετών, 85,3% άνδρες) και 293 μάρτυρες (ηλικίας 54,2 ± 13,5 ετών, 48,8% άνδρες). Η πολυπαραγοντική ανάλυση των ασθενών με ΡΑ ή ΑΣ συγκριτικά με τους μάρτυρες πραγματοποιήθηκε μετά από στάθμιση για τους κλασσικούς παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου καθώς και συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ειδικά για την κάθε νόσο. Αποτελέσματα: Πολυπαραγοντική ανάλυση ειδικά επιλεγμένων ασθενών με ΡΑ και μαρτύρων που δεν παρουσίαζαν υπέρταση, διαβήτη, δυσλιπιδαιμία και κάπνισμα, έδειξε ότι οι ασθενείς με ΡΑ είχαν περισσότερο από 2 φορές υψηλότερη παρουσία καρωτιδικών και/ή μηριαίων αθηρωματικών πλακών από τους υγιείς μάρτυρες (29% 12%, p = 0,039) και η πολυεστιακή υποκλινική αθηρωμάτωση ήταν πιο συχνή στη ΡΑ. Είναι ενδιαφέρον ότι παρουσία αθηρωματικών πλακών στην υποομάδα των ασθενών με διάρκεια νόσου μικρότερη των 5 ετών ήταν συγκρίσιμη με τους αντίστοιχους μάρτυρες. Σε αντίθεση με την αθηρωμάτωση, όλοι οι δείκτες αρτηριακής σκληρίας ή υπερτροφίας αρτηριακού τοιχώματος ήταν παρόμοιοι μεταξύ ασθενών με ΡΑ και μαρτύρων, ακόμη και σε ασθενείς με διάρκεια νόσου μεγαλύτερη από 5 έτη. Στην AΣ, αυστηρή 1:1 αντιστοίχιση 67 ασθενών με ΑΣ και μαρτύρων για ηλικία, φύλο και κλασσικούς παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου έδειξαν ότι είχαν παρόμοιους δείκτες αρτηριακής υπερτροφίας και αρτηριακής σκληρίας, ενώ η αθηρωμάτωση ήταν ελαφρά αυξημένη στους υγιείς μάρτυρες, αν και δεν έφτασε σε στατιστική σημαντικότητα. Επιπλέον, καμία από τις παραμέτρους της νόσου, όπως η διάρκεια και η ενεργότητα ή η θεραπεία με αντι-TNF παράγοντα, δεν συσχετίστηκε με κανένα από τους εξεταζόμενους αγγειακούς δείκτες. Όσον αφορά την αξιολόγηση της εξέλιξης της υποκλινικής καρδιαγγειακής νόσου, η σύγκριση ασθενών με ΡΑ που βρίσκονταν σε ύφεση ή χαμηλή ενεργότητα νόσου σε σχέση με 1:1 δημογραφικά αντιστοιχισμένους μάρτυρες με παρόμοια επιβάρυνση κλασσικών καρδιαγγειακών παραγόντων, δεν κατέδειξε στατιστικά σημαντικές διαφορές για κανένα από τους εξεταζόμενους αγγειακούς δείκτες. Συμπέρασμα: Η ΡΑ είναι αυτή καθαυτή επαρκής για να προκαλέσει αθηρωμάτωση αλλά όχι αρτηριακή σκληρία ή υπερτροφία, απουσία κλασικών παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου και αυτό είναι πιο εμφανές σε ασθενείς με διάρκεια νόσου άνω των 5 ετών. Εντούτοις, ο αποτελεσματικός έλεγχος της φλεγμονής, ο οποίος δεν εξαρτάται από το είδος της θεραπείας, φαίνεται να επιβραδύνει την εξέλιξη της υποκλινικής αρτηριοπάθειας στην ΡΑ στο επίπεδο αυτής των υγιών μαρτύρων. Ωστόσο, η τρέχουσα θεραπευτική στρατηγική, που βασίζεται στην προσέγγιση "treat-to-target", θα πρέπει να περιλαμβάνει τόσο την αποτελεσματική αντιμετώπιση της αρθρίτιδας, όσο και των παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου. Αντίθετα, η υποκλινική αγγειοπάθεια – υπό την έννοια της αθηρωμάτωσης, της καρωτιδικής υπερτροφίας και της αρτηριακής σκληρίας – δε φαίνεται να επιταχύνεται σε ασθενείς με ΑΣ που βρίσκονται σε ύφεση και επομένως ο άμεσος και αποτελεσματικός έλεγχος της νόσου μπορεί να σταματήσει την εξέλιξη της αρτηριακής βλάβης και να βελτιώσει την αρτηριακή υπερτροφία και σκληρία σε αυτούς τους ασθενείς.